ἀσύμβλητος
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Att. ἀξύμβλητος, ον,
A not addible, Arist.Metaph.1080b9; not comparable, ib.1055a7; ἀσύμβλητος πρός τι or τινί, incomparable with, far superior to, Epicur.Ep.1p.31U., Fr.556, cf. Plu.2.1125c.
2 incommensurable, Theo Sm.p.73H.; indeterminate, μῆκος Gal.18(1).773.
3 of weights or measures, not true according to the standard, IG2.476.17.
II not to be guessed, unintelligible, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.Tr.694, cf. Ael.NA6.60.
III unsocial, ἄπλατον ἀξ. S.Fr.387.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀξύμ- S.Tr.694
I mal comparado, mal calibrado de pesos y medidas IG 22.1013.17.
II 1que no se puede comparar τὰ μὲν γὰρ γένει διαφέροντα ... ἀπέχει πλέον καὶ ἀσύμβλητα Arist.Metaph.1055a7
•c. dat. ἔνια δὲ ὅλως ἀσύμβλητα τοῖς ἡμέροις ἐστί Thphr.HP 7.6.4, cf. Plu.2.1125c
•c. πρός y ac. ἀσύμβλητος ... πρὸς τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους Epicur.Ep.[2] 83.3.
2 que no se puede conjeturar o adivinar ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.l.c.
•que no se puede calcular, incalculable τὸ πλῆθος τό τ' ἐν τοῖς ἀρρωστήμασιν ὑπάρχον ... ἀσύμβλητον Arist.PA 677a11, μῆκος Gal.18(1).773, cf. Theo Sm.p.73.
3 que no admite trato, insociable de pers. ἄπλατον ἀξύμβλητον S.Fr.387.
German (Pape)
[Seite 380] 1) nicht zu vergleichen, ungleich, Arist. Metaph. 12, 8 Plut. adv. Col. 31; μέτρον, nicht geaicht, Inscr. 128, vgl. Böckh Staatsh. II p. 344. – 2) nicht zu errathen, unverständlich, Soph. Tr. 691 Ael. H. A. 6, 60.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu'on ne peut comparer avec, τινι;
2 qu'on ne peut conjecturer ou comprendre.
Étymologie: ἀ, συμβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύμβλητος: староатт. ἀξύμβλητος
1 несравнимый, несоизмеримый (τινι Arst., Plut. и πρός τι Diog. L.);
2 недоступный, неуловимый (μαθεῖν Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμβλητος: -ον, ὁ μὴ συγκρινόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ, νὰ παραβάλῃ πρὸς ἕτερον, ἀπαράβλητος, πλὴν τοῦ πάσας τὰς μονάδας εἶναι ἀσυμβλήτους Ἀριστ. Μεταφ. 12. 6, 2 καὶ 4· ἐπὶ μέτρων καὶ σταθμῶν, μὴ παραβεβλημένος, ἀσύμφωνος πρὸς τὸ πρότυπον ἢ ἐπίσημον βάρος ἢ μέτρον, ὅπως μηθεὶς τῶν πωλούντων τι ἢ ὠνουμένων ἀσυμβλήτῳ μέτρῳ ἢ σταθμῷ χρῆται, ἀλλὰ δικαίοις Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17· ἀσ. πρός... Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 83· πρβλ. κ. Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, ἀκατάληπτος, δέρκομαι φάτιν ἄφραστον, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν Σοφ. Τρ. 694, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 60. ΙΙΙ. ἀσυνάντητος, ἀκοινώνητος, «ᾧ οὐκ ἔστιν ἀπαντῆσαι» (Εὐστ. 1405, 57), Σοφ. Ἀποσπ. 350.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσύμβλητος και ἀξύμβλητος, -ον) συμβάλλω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει συνάψει συμβόλαιο ή σύμβαση
αρχ.
1. αυτός που δεν επιδέχεται παραβολή, ο ασύγκριτος
2. αυτός που κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει, ο ακατάληπτος, ο ακατανόητος
3. ακοινώνητος, μοναχικός.
Greek Monotonic
ἀσύμβλητος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον (συμβάλλω), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, απαράμιλλος, αμίμητος, ασυναγώνιστος, σε Σοφ.
Middle Liddell
συμβάλλω
not to be guessed, unintelligible, Soph.
Translations
incomparable
Armenian: անհամեմատելի; Azerbaijani: misilsiz, bənzərsiz; Belarusian: непараўнальны; Bulgarian: несравним, безподобен; Catalan: incomparable; Chinese Cantonese: 冇得比; Mandarin: 無比的/无比的; Czech: nesrovnatelný; Dutch: onvergelijkbaar; Finnish: verraton, vertaansa vailla; French: incomparable; German: unvergleichlich; Greek: ασύγκριτος; Ancient Greek: ἀναμίλλητος, ἀνανταγώνιστος, ἀνείκαστος, ἀνεφάμιλλος, ἀνυπέρθετος, ἀξύμβλητος, ἀπαράβλητος, ἀπαράθετος, ἀπαραμίλλητος, ἀπαρείκαστος, ἀσύγκριτος, ἀσυμβίβαστος, ἀσύμβλητος, δυσπαράβλητος; Hungarian: összehasonlíthatatlan; Irish: dosháraithe; Italian: incomparabile; Macedonian: неспоредлив; Occitan: incomparable; Old English: unwiþmetendlīċ; Polish: nieporównywalny; Portuguese: incomparável; Romanian: incomparabil, necomparabil; Russian: несравнимый, несравненный, бесподобный; Sanskrit: अतुल्य; Slovak: neporovnateľný; Slovene: neprimerljiv; Spanish: incomparable, inigualable; Tagalog: walang-kahulilip; Telugu: సాటిలేని; Ukrainian: незрівнянний
unparalleled
Bulgarian: несравним; Chinese Mandarin: 無比的/无比的, 無雙的/无双的, 空前未有的, 無人能出其右的/无人能出其右的; Dutch: ongeëvenaard; English: beyond compare, incomparable, matchless, peerless, unequalled, unparalleled, unparallelled, unrivaled, unrivalled; Finnish: verraton, vertaansa vailla, ennätyksellinen; French: sans égal, incomparable; Greek: άκρως χαρισματικός, άλλος τέτοιος δεν υπάρχει, αμίμητος, ανεπανάληπτος, άνευ προηγουμένου, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος, άπαικτος, άπαιχτος, απαραλλήλιστος, απαράμιλλης αξίας, απαράμιλλος, ασύγκριτος, ασυναγώνιστος, άφθαστος, άφταστος, άψογος, δεν επιδέχεται σύγκριση, δεν έχει όμοιό της, δεν έχει όμοιό του, δεν παίζεται, δεν συγκρίνεται με κανέναν, δεν συγκρίνεται με τίποτα, δεν υπάρχει άλλος σαν κι αυτόν, δεν υπάρχει σύγκριση, ένα και μοναδικό, ένας και μοναδικός, εξαιρετικός, και ο πρώτος, καλύτερος με διαφορά, μακράν καλύτερος, με διαφορά ο καλύτερος, μία και μοναδική, μοναδικός, μοναδικός στο είδος του, πολύ μπροστά, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, σαφώς καλύτερος, σκίζει, ύπατος, υπερέχων, χωρίς όμοιό της, χωρίς όμοιό του, χωρίς προηγούμενο, χωρίς ταίρι; Ottoman Turkish: اشسز; Polish: bezprzykładny; Portuguese: ímpar; Russian: беспримерный, бесподобный, беспрецедентный; Sanskrit: अतुल्य; Spanish: sin par, sin parangón, señero; Turkish: eşşiz, benzersiz; Welsh: heb ail