3,258,147
edits
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] 1) ungleich zusammengejocht, ungleichartig, LXX., [[ἅμμα]] Nonn. D. 10, 348 = doppelt. – 2) von der Wage, sich auf die andere Seite neigend, [[σταθμός]] Phocyl. 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] 1) ungleich zusammengejocht, ungleichartig, LXX., [[ἅμμα]] Nonn. D. 10, 348 = doppelt. – 2) von der Wage, sich auf die andere Seite neigend, [[σταθμός]] Phocyl. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> ([[ἕτερος]] différent);<br /><b>1</b> attelé avec des animaux différents ; mal accouplé, mal assorti;<br /><b>2</b> qui penche d’un côté;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> d’une autre déclinaison <i>ou</i> conjugaison ([[συζυγία]]);<br /><b>II.</b> ([[ἕτερος]] autre de deux) attelé avec un autre, double.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[ζυγόν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερόζυγος''': -ον, ἑτέρου εἴδους, [[ἑτεροειδής]], τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγῳ, δὲν θὰ κάμῃς τὰ κτήνη σου νὰ βατεύωνται μὲ ἑτεροειδῆ κτήνη, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΘ΄, 19, πρβλ. Δευτ. ΚΒ΄, 10), «τουτέστιν, οὐ δώσεις ἵππον θήλειαν ὄνῳ τοῦ μιγῆναι αὐτὴν καὶ [[ἀνάπαλιν]]» Κύριλλ.: ― παρὰ τοῖς γραμμ., ὁ κλινόμενος κατὰ διάφορον κλίσιν, Εὐστ. Ἰλ. 113, 35· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -γως, ἑτεροκλίτως: ― τὸ Ἐπίρρ. σημαίνει [[προσέτι]], [[διαφόρως]], Πρόκλ. ἐν Α. Β. 1164. 2) ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ ῥέπουσα πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], Ψευδο-Φωκυλ. 13. ΙΙ. μετ’ ἄλλου συνεζευγμένος, δηλ. διπλοῦς, Νόνν. Δ. 10. 348. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑτερόζυγοι· οἱ μὴ συζυγοῦντες». | |lstext='''ἑτερόζυγος''': -ον, ἑτέρου εἴδους, [[ἑτεροειδής]], τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγῳ, δὲν θὰ κάμῃς τὰ κτήνη σου νὰ βατεύωνται μὲ ἑτεροειδῆ κτήνη, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΘ΄, 19, πρβλ. Δευτ. ΚΒ΄, 10), «τουτέστιν, οὐ δώσεις ἵππον θήλειαν ὄνῳ τοῦ μιγῆναι αὐτὴν καὶ [[ἀνάπαλιν]]» Κύριλλ.: ― παρὰ τοῖς γραμμ., ὁ κλινόμενος κατὰ διάφορον κλίσιν, Εὐστ. Ἰλ. 113, 35· [[οὕτως]] ἐπίρρ. -γως, ἑτεροκλίτως: ― τὸ Ἐπίρρ. σημαίνει [[προσέτι]], [[διαφόρως]], Πρόκλ. ἐν Α. Β. 1164. 2) ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ ῥέπουσα πρὸς τὸ ἕτερον [[μέρος]], Ψευδο-Φωκυλ. 13. ΙΙ. μετ’ ἄλλου συνεζευγμένος, δηλ. διπλοῦς, Νόνν. Δ. 10. 348. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑτερόζυγοι· οἱ μὴ συζυγοῦντες». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |