ἑτερόζυγος
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ἑτερόζυγον,
A unevenly yoked, of animals of diverse kind, LXX Le.19.19, cf. Ph. 2.369; of vases, not pairs, PCair.Zen.38.12 (iii B.C.).
2 of the balance, leaning to one side, Ps.-Phoc.15.
II yoked with another, i.e. double, Nonn. D. 10.348.
III Gramm., differently formed, A.D.Adv.171.17. Adv. ἑτεροζύγως = in a different declension, Hdn.Gr. ap. Eust.113.35; also τὰ ὁ. λεγόμενα (e.g. σπουδαῖος, as adjective of ἀρετή) Procl.in Cra.p.40 P.
German (Pape)
[Seite 1048] 1) ungleich zusammengejocht, ungleichartig, LXX., ἅμμα Nonn. D. 10, 348 = doppelt. – 2) von der Wage, sich auf die andere Seite neigend, σταθμός Phocyl. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. (ἕτερος différent);
1 attelé avec des animaux différents ; mal accouplé, mal assorti;
2 qui penche d'un côté;
3 t. de gramm. d'une autre déclinaison ou conjugaison (συζυγία);
II. (ἕτερος autre de deux) attelé avec un autre, double.
Étymologie: ἕτερος, ζυγόν.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόζυγος: -ον, ἑτέρου εἴδους, ἑτεροειδής, τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγῳ, δὲν θὰ κάμῃς τὰ κτήνη σου νὰ βατεύωνται μὲ ἑτεροειδῆ κτήνη, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΙΘ΄, 19, πρβλ. Δευτ. ΚΒ΄, 10), «τουτέστιν, οὐ δώσεις ἵππον θήλειαν ὄνῳ τοῦ μιγῆναι αὐτὴν καὶ ἀνάπαλιν» Κύριλλ.: ― παρὰ τοῖς γραμμ., ὁ κλινόμενος κατὰ διάφορον κλίσιν, Εὐστ. Ἰλ. 113, 35· οὕτως ἐπίρρ. -γως, ἑτεροκλίτως: ― τὸ Ἐπίρρ. σημαίνει προσέτι, διαφόρως, Πρόκλ. ἐν Α. Β. 1164. 2) ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ ῥέπουσα πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ψευδο-Φωκυλ. 13. ΙΙ. μετ’ ἄλλου συνεζευγμένος, δηλ. διπλοῦς, Νόνν. Δ. 10. 348. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑτερόζυγοι· οἱ μὴ συζυγοῦντες».
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, -ον)
1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο
2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής
νεοελλ.
ετεροβαρής, άδικος
μσν.
συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος
αρχ.
1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός
2. γραμμ. σχηματισμένος διαφορετικά ως προς την κλίση, ετερόκλιτος.
επίρρ...
ἑτεροζύγως (Α)
1. κατά διαφορετική κλίση της γραμματικής
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + ζυγός.
Greek Monotonic
ἑτερόζῠγος: -ον (ζυγόν), συζευγμένος με ζώο διαφορετικού είδους, σε Εβδ.
Middle Liddell
ἑτερό-ζῠγος, ον ζυγόν
coupled with an animal of diverse kind, Lxx.