ἡσυχία: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1178.png Seite 1178]] ἡ, Ruhe, Frieden, Ungestörtheit, Sorglosigkeit; Od. 18, 22; ἁσυχίαν φιλεῖ [[συμπόσιον]] Pind. N. 9, 114; ὁ τ ᾶς ἡσυχίας [[βίοτος]] Eur. Bacch. 388 (sonst nicht bei Tragg.); Ggstz von [[κίνησις]], Plat. Legg. VII, 790 d; von ἀγῶνες u. [[πολυπραγμοσύνη]], Isocr. 6, 104. 8, 26; τινός, vor Etwas, z. B. τῆς πολιορκίας, Her. 6, 135; τῆς πικρότητος Plat. Tim. 71 c, vgl. Rep. IX, 583 e; ἡσυχίαν ἔχειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, Nichts unternehmen u. ä., Her. 7, 150 Plat. Prot. 356 e Gorg. 493 e Dem. 1, 14. 21, 20 u. sonst; im Ggstz von κινεῖσθαι Xen. An. 4, 5, 13; πολλὴν ἡσ. ἔχειν Isocr. 6, 2; [[πρός]] τινα Lys. 28, 7; häufiger ἡσυχίαν ἄγειν, Her. 1, 66 Isocr. 4, 118; καὶ καρτερεῖν Plat. Phaed. 117 e; [[ὑπέρ]] τινος, im Ggstz von ὑπὲρ δὲ ταύτης τηλικοῦτον συνεστήσαντο πόλεμον, Isocr. 10, 49. Erst Sp. auch τὴν ἡσυχίαν ἄγειν. – Andere Vrbdgn: ἐν ἡσυχίῃ τι ἔχειν, Her. 5, 92, 3, verschweigen; εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, 5, 93, sie schwiegen, wie Luc. Vit. auct. 3 ἡσ. καὶ [[ἀφωνία]] vrbdt; καὶ [[σιωπή]], Plut. Demetr. 8; vgl. Eur. Alc. 78 τί ποθ' [[ἡσυχία]] [[πρόσθεν]] μελάθρων; τί σεσίγηται [[δόμος]]; ἐξελθὼν εἰς ἡσυχίαν, an einen einsamen Ort, Xen. Mem. 2, 1, 21; διάγειν ἐν ἡσυχίᾳ, Dem.; ἐφ' ἡσυχίας, Ar. Vesp. 1517; Luc. Tox. 44; häufiger καθ' ἡσυχίαν, in Ruhe, Ggstz von διὰ σπουδῆς, Xen. Hell. 6, 2, 28; ἐφ' ἡσυχίᾳ μένειν, Hdn. 1, 13, 3; ἐν εἰρήνῃ καὶ ἡσυχίᾳ [[γενέσθαι]], Plat. Rep. IX, 575 b. Den plur. hat Plat. Theaet. 153 c; Ath. XI, 493 f.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1178.png Seite 1178]] ἡ, Ruhe, Frieden, Ungestörtheit, Sorglosigkeit; Od. 18, 22; ἁσυχίαν φιλεῖ [[συμπόσιον]] Pind. N. 9, 114; ὁ τ ᾶς ἡσυχίας [[βίοτος]] Eur. Bacch. 388 (sonst nicht bei Tragg.); Ggstz von [[κίνησις]], Plat. Legg. VII, 790 d; von ἀγῶνες u. [[πολυπραγμοσύνη]], Isocr. 6, 104. 8, 26; τινός, vor Etwas, z. B. τῆς πολιορκίας, Her. 6, 135; τῆς πικρότητος Plat. Tim. 71 c, vgl. Rep. IX, 583 e; ἡσυχίαν ἔχειν, Ruhe halten, sich ruhig verhalten, Nichts unternehmen u. ä., Her. 7, 150 Plat. Prot. 356 e Gorg. 493 e Dem. 1, 14. 21, 20 u. sonst; im Ggstz von κινεῖσθαι Xen. An. 4, 5, 13; πολλὴν ἡσ. ἔχειν Isocr. 6, 2; [[πρός]] τινα Lys. 28, 7; häufiger ἡσυχίαν ἄγειν, Her. 1, 66 Isocr. 4, 118; καὶ καρτερεῖν Plat. Phaed. 117 e; [[ὑπέρ]] τινος, im Ggstz von ὑπὲρ δὲ ταύτης τηλικοῦτον συνεστήσαντο πόλεμον, Isocr. 10, 49. Erst Sp. auch τὴν ἡσυχίαν ἄγειν. – Andere Vrbdgn: ἐν ἡσυχίῃ τι ἔχειν, Her. 5, 92, 3, verschweigen; εἶχον ἐν ἡσυχίῃ σφέας αὐτούς, 5, 93, sie schwiegen, wie Luc. Vit. auct. 3 ἡσ. καὶ [[ἀφωνία]] vrbdt; καὶ [[σιωπή]], Plut. Demetr. 8; vgl. Eur. Alc. 78 τί ποθ' [[ἡσυχία]] [[πρόσθεν]] μελάθρων; τί σεσίγηται [[δόμος]]; ἐξελθὼν εἰς ἡσυχίαν, an einen einsamen Ort, Xen. Mem. 2, 1, 21; διάγειν ἐν ἡσυχίᾳ, Dem.; ἐφ' ἡσυχίας, Ar. Vesp. 1517; Luc. Tox. 44; häufiger καθ' ἡσυχίαν, in Ruhe, Ggstz von διὰ σπουδῆς, Xen. Hell. 6, 2, 28; ἐφ' ἡσυχίᾳ μένειν, Hdn. 1, 13, 3; ἐν εἰρήνῃ καὶ ἡσυχίᾳ [[γενέσθαι]], Plat. Rep. IX, 575 b. Den plur. hat Plat. Theaet. 153 c; Ath. XI, 493 f.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> tranquillité, calme, repos : μεθ’ ἡσυχίας EUR, καθ’ ἡσυχίαν XÉN tranquillement, en repos, en paix ; ἡσυχίαν ἄγειν HDT, [[ἐν]] ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν HDT être en repos, se tenir en repos, vivre tranquille;<br /><b>2</b> tranquillité, paix : ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης [[ἡσυχία]] DÉM le calme, conséquence de la paix ; [[ἐν]] ἡσυχίᾳ THC en état de paix;<br /><b>3</b> loisir : καθ’ ἡσυχίαν THC à loisir ; καθ’ ἡσυχίην πολλήν HDT tout à fait à son aise;<br /><b>4</b> placidité, lenteur, douceur;<br /><b>5</b> silence : ἡσυχίαν ἄγειν HDT, ἔχειν ISOCR garder le silence ; [[ἐν]] ἡσυχίῃ ἔχειν [[τι]] HDT tenir une chose secrète;<br /><b>6</b> solitude, retraite solitaire;<br /><b>II.</b> action de faire cesser : [[ἡσυχία]] πολιορκίας HDT levée d’un siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡσῠχία''': Ἰων. -ίη, Δωρ. ἁσυχία, ἡ, [[ἀκινησία]], [[ἀνάπαυσις]], [[ἡσυχία]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[κίνησις]], [[θόρυβος]], [[κόπος]], κτλ., Ὀδ. Σ. 22· προσωποπ., φιλόφρον Ἁσυχία, Δίκας... θύγατερ Πίνδ. Π. 8. 1, [[ἀγανόφρων]] Ἡσυχία Ἀριστοφ. Ὄρν. 1321· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.: - μετὰ γεν. ἀντικειμ., ἡσ. τῆς πολιορκίης..., [[ἀνάπαυσις]] ἀπὸ..., Ἡρόδ. 6. 135· τῆς ἡδονῆς Πλάτ. Πολ. 583Ε· τοῦ λυπεῖσθαι [[αὐτόθι]] C· ἡ ἀπὸ τῆς ειρήνης ἡσ., ἡ ἀκολουθοῦσα τὴν εἰρήνην [[ἀνάπαυσις]], Δημ. 63. 10· κατὰ πληθ., Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) [[σιωπή]], [[ἠρεμία]], [[ἀκινησία]], Εὐρ. Ἀλκ. 77. 3) μετὰ προθέσ., δι’ ἡσυχίης εἰμί, εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], Ἡρόδ. 1. 206· - ἐν ἡσυχίᾳ, ἀντίθ. ἐν πολέμῳ, Θουκ. 3. 12· ἐν ἡσ. ἔχειν τι, οὐδὲν λέγειν, σιωπᾶν [[περί]] τινος, Ἡρόδ. 5. 92, 3· ἐν ἡσ. ἔχειν ἑαυτὸν [[αὐτόθι]] 93· ἐν ἡσ. διατρίβειν Ἡρῳδιαν. 2. 5· - ἐφ’ ἡσυχίας Ἀριστοφ. Σφ. 1517· μένειν ἐφ’ ἡσυχίᾳ Ἡρῳδιαν.· - κατ’ ἡσυχίην πολλὴν Ἡρόδ. 1. 9., 7. 208, Δημ.· καθ’ ἡσυχίαν, ἐν ἀναπαύσει, Ἀριστοφ. Λυσ. 1224, Θουκ. 3. 48, κτλ.· ἀντίθ. διὰ σπουδῆς Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28· - μεθ’ ἡσυχίας, ἡσύχως, Εὐρ. Ἱππ. 205. 4) μετὰ ῥημάτων, α) ἡσυχίαν ἄγω, ἔχω ἡσυχίαν, [[ἡσυχάζω]], εἶμαι ἐν εἰρήνῃ, Ἡρόδ. 1. 66., 7. 150. Πλάτ., κτλ.· [[πρός]] τινα, ἐν σχέσει [[πρός]] τινα, Λυσ. 180. 11· ὑπέρ τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἰσοκρ. 217D· κινήσεων, ἀπὸ κινήσ., Πλάτ. Τιμ. 89Ε· - [[ὡσαύτως]], σιγῶ, σιωπῶ, Ἡρόδ. 5. 92, Εὐρ. Ἀνδρ. 143, Ἀριστοφ. Βατρ. 321· - σπανίως, τὴν ἡσυχίαν ἄγειν Ellendt Ἀρρ. 1. 14, 8. β) ἡσ. ἔχειν = ἡσ. ἄγειν Ἡρόδ. 2. 45., 7. 150, Ἀττ.· [[διαμένω]] [[ἥσυχος]], Ξεν. Ἐλλ. 3. 2, 13· ἡσ. ἔχειν [[πρός]] τινα Λυσ. 180. 10· ἐξακολουθῶ σιωπῶν, Ἰσοκρ. 116Α. ΙΙ. [[ἐρημία]], [[τόπος]] [[ἐρημικός]], Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 356, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21.
|lstext='''ἡσῠχία''': Ἰων. -ίη, Δωρ. ἁσυχία, ἡ, [[ἀκινησία]], [[ἀνάπαυσις]], [[ἡσυχία]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ [[κίνησις]], [[θόρυβος]], [[κόπος]], κτλ., Ὀδ. Σ. 22· προσωποπ., φιλόφρον Ἁσυχία, Δίκας... θύγατερ Πίνδ. Π. 8. 1, [[ἀγανόφρων]] Ἡσυχία Ἀριστοφ. Ὄρν. 1321· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.: - μετὰ γεν. ἀντικειμ., ἡσ. τῆς πολιορκίης..., [[ἀνάπαυσις]] ἀπὸ..., Ἡρόδ. 6. 135· τῆς ἡδονῆς Πλάτ. Πολ. 583Ε· τοῦ λυπεῖσθαι [[αὐτόθι]] C· ἡ ἀπὸ τῆς ειρήνης ἡσ., ἡ ἀκολουθοῦσα τὴν εἰρήνην [[ἀνάπαυσις]], Δημ. 63. 10· κατὰ πληθ., Πλάτ. Θεαίτ. 153C. 2) [[σιωπή]], [[ἠρεμία]], [[ἀκινησία]], Εὐρ. Ἀλκ. 77. 3) μετὰ προθέσ., δι’ ἡσυχίης εἰμί, εἶμαι [[ἥσυχος]], [[ἡσυχάζω]], Ἡρόδ. 1. 206· - ἐν ἡσυχίᾳ, ἀντίθ. ἐν πολέμῳ, Θουκ. 3. 12· ἐν ἡσ. ἔχειν τι, οὐδὲν λέγειν, σιωπᾶν [[περί]] τινος, Ἡρόδ. 5. 92, 3· ἐν ἡσ. ἔχειν ἑαυτὸν [[αὐτόθι]] 93· ἐν ἡσ. διατρίβειν Ἡρῳδιαν. 2. 5· - ἐφ’ ἡσυχίας Ἀριστοφ. Σφ. 1517· μένειν ἐφ’ ἡσυχίᾳ Ἡρῳδιαν.· - κατ’ ἡσυχίην πολλὴν Ἡρόδ. 1. 9., 7. 208, Δημ.· καθ’ ἡσυχίαν, ἐν ἀναπαύσει, Ἀριστοφ. Λυσ. 1224, Θουκ. 3. 48, κτλ.· ἀντίθ. διὰ σπουδῆς Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 28· - μεθ’ ἡσυχίας, ἡσύχως, Εὐρ. Ἱππ. 205. 4) μετὰ ῥημάτων, α) ἡσυχίαν ἄγω, ἔχω ἡσυχίαν, [[ἡσυχάζω]], εἶμαι ἐν εἰρήνῃ, Ἡρόδ. 1. 66., 7. 150. Πλάτ., κτλ.· [[πρός]] τινα, ἐν σχέσει [[πρός]] τινα, Λυσ. 180. 11· ὑπέρ τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἰσοκρ. 217D· κινήσεων, ἀπὸ κινήσ., Πλάτ. Τιμ. 89Ε· - [[ὡσαύτως]], σιγῶ, σιωπῶ, Ἡρόδ. 5. 92, Εὐρ. Ἀνδρ. 143, Ἀριστοφ. Βατρ. 321· - σπανίως, τὴν ἡσυχίαν ἄγειν Ellendt Ἀρρ. 1. 14, 8. β) ἡσ. ἔχειν = ἡσ. ἄγειν Ἡρόδ. 2. 45., 7. 150, Ἀττ.· [[διαμένω]] [[ἥσυχος]], Ξεν. Ἐλλ. 3. 2, 13· ἡσ. ἔχειν [[πρός]] τινα Λυσ. 180. 10· ἐξακολουθῶ σιωπῶν, Ἰσοκρ. 116Α. ΙΙ. [[ἐρημία]], [[τόπος]] [[ἐρημικός]], Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 356, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> tranquillité, calme, repos : μεθ’ ἡσυχίας EUR, καθ’ ἡσυχίαν XÉN tranquillement, en repos, en paix ; ἡσυχίαν ἄγειν HDT, [[ἐν]] ἡσυχίᾳ ἔχειν ἑαυτόν HDT être en repos, se tenir en repos, vivre tranquille;<br /><b>2</b> tranquillité, paix : ἡ ἀπὸ τῆς εἰρήνης [[ἡσυχία]] DÉM le calme, conséquence de la paix ; [[ἐν]] ἡσυχίᾳ THC en état de paix;<br /><b>3</b> loisir : καθ’ ἡσυχίαν THC à loisir ; καθ’ ἡσυχίην πολλήν HDT tout à fait à son aise;<br /><b>4</b> placidité, lenteur, douceur;<br /><b>5</b> silence : ἡσυχίαν ἄγειν HDT, ἔχειν ISOCR garder le silence ; [[ἐν]] ἡσυχίῃ ἔχειν [[τι]] HDT tenir une chose secrète;<br /><b>6</b> solitude, retraite solitaire;<br /><b>II.</b> action de faire cesser : [[ἡσυχία]] πολιορκίας HDT levée d’un siège.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater