δυσχέρεια: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> difficulté;<br /><b>2</b> ennui, contrariété.<br />'''Étymologie:''' [[δυσχερής]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> difficulté;<br /><b>2</b> ennui, contrariété.<br />'''Étymologie:''' [[δυσχερής]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δυσχέρεια''': , ἀντίθ. [[εὐχέρεια]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐνόχλησις]], [[στενοχωρία]], [[ἀηδία]], προξενουμένη ἔκ τινος πράγματος, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος Σοφ. Φ. 473, 900, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 286Β· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 654Β. 2) [[δυσκολία]] εἰς τὸ ποιεῖν τι, Πλάτ. Πολ. 502D, κτλ.· [[δυσκολία]], Ἰσοκρ. 84D. 3) ἐν συζητήσει, δυσκολίαι, δ. λογικαὶ Ἀριστ. Μεταφ. 3. 3, 9, πρβλ. 2. 1, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἰδιοτροπία]], [[δυστροπία]], [[ἔχθρα]], Πλάτ. Φιλ. 44C· πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 19. 2) [[ἀηδία]], [[τάσις]] πρὸς ναυτίαν, Πλάτ. Πρωτ. 334Β.
|elnltext=δυσχέρεια -ας, ἡ [δυσχερής] afkeer, weerzin. onaangenaamheid, aanstootgevendheid; moeilijkheid.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσχέρεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[тяжесть]], [[обременительность]] (φορήματος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[тягостность]], [[мучительность]] (νοσήματος Soph.; κτήσεως Plat.; τῶν πραγμάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> затруднение, трудность, хлопоты, беспокойство, неудобство, неприятность (εἰς δυσχερείας ἐμπεσεῖν Polyb.; τὰς δυσχερείας [[ὑπεριδεῖν]] Isocr.; ἀπορίαι καὶ δυσχέρειαι Arst.; ἡ περὶ τὴν διοίκησιν δ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[неудовольствие]], [[недовольство]], [[досада]] (ὁ οὐρανὸς ἀπαθὴς πάσης θνητῆς δυσχερείας Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[привередливость]], [[неудовлетворенность]] . τι φύσεως Plat.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δυσχέρεια:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενόχληση]] ή [[αηδία]] που προκαλείται, που προξενείται από [[κάτι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[οξυθυμία]], [[δυστροπία]], [[αποστροφή]], [[αντιπάθεια]], [[έχθρα]], [[αηδία]], [[τάση]] προς [[ναυτία]], στον ίδ., σε Θεόφρ.
|lsmtext='''δυσχέρεια:''' ἡ,<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πράγματα, [[ενόχληση]] ή [[αηδία]] που προκαλείται, που προξενείται από [[κάτι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[οξυθυμία]], [[δυστροπία]], [[αποστροφή]], [[αντιπάθεια]], [[έχθρα]], [[αηδία]], [[τάση]] προς [[ναυτία]], στον ίδ., σε Θεόφρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δυσχέρεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[тяжесть]], [[обременительность]] (φορήματος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[тягостность]], [[мучительность]] (νοσήματος Soph.; κτήσεως Plat.; τῶν πραγμάτων Plut.);<br /><b class="num">3)</b> затруднение, трудность, хлопоты, беспокойство, неудобство, неприятность (εἰς δυσχερείας ἐμπεσεῖν Polyb.; τὰς δυσχερείας [[ὑπεριδεῖν]] Isocr.; ἀπορίαι καὶ δυσχέρειαι Arst.; ἡ περὶ τὴν διοίκησιν δ. Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[неудовольствие]], [[недовольство]], [[досада]] (ὁ οὐρανὸς ἀπαθὴς πάσης θνητῆς δυσχερείας Arst.);<br /><b class="num">5)</b> [[привередливость]], [[неудовлетворенность]] (δ. τι φύσεως Plat.).
|lstext='''δυσχέρεια''': , ἀντίθ. [[εὐχέρεια]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐνόχλησις]], [[στενοχωρία]], [[ἀηδία]], προξενουμένη ἔκ τινος πράγματος, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος Σοφ. Φ. 473, 900, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 286Β· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 654Β. 2) [[δυσκολία]] εἰς τὸ ποιεῖν τι, Πλάτ. Πολ. 502D, κτλ.· [[δυσκολία]], Ἰσοκρ. 84D. 3) ἐν συζητήσει, δυσκολίαι, δ. λογικαὶ Ἀριστ. Μεταφ. 3. 3, 9, πρβλ. 2. 1, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἰδιοτροπία]], [[δυστροπία]], [[ἔχθρα]], Πλάτ. Φιλ. 44C· πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 19. 2) [[ἀηδία]], [[τάσις]] πρὸς ναυτίαν, Πλάτ. Πρωτ. 334Β.
}}
{{elnl
|elnltext=δυσχέρεια -ας, ἡ [δυσχερής] afkeer, weerzin. onaangenaamheid, aanstootgevendheid; moeilijkheid.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj