Anonymous

δυσχέρεια: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] ἡ, Schwierigkeit im Handhaben, Behandeln; – a) von Sachen, Unbequemlichkeit, Hinderniß; τῆς κτήσεως Plat. Rep. VI. 502 d; Isocr. 5, 12; oft bei Pol., δυσχέρειαν παρέχειν 1, 20, 10; ὁδοῦ 3, 64, 8; εἰς δυσχερείας ἐμπεσών 8, 9, 1; περὶ τὴν διοίκηοιν Plut.; das Lästige, Unangenehme einer Sache, τοῦ φορήματος Soph. Phil. 471; νοσήματος 888; Sp.; τὰς τῶν πραγμάτων δυσχερείας ὀνόμασι χρηστοῖς ἐπικαλύπτειν Plut. Sol. 15. Uebh. = Ekel, Überdruß; Plat. Polit. 386 b 310 c. – b) von Personen, mürrisches Wesen, Verdrießlichkeit; Plat. Phil. 44 c; vgl. Theophr. char. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] ἡ, Schwierigkeit im Handhaben, Behandeln; – a) von Sachen, Unbequemlichkeit, Hinderniß; τῆς κτήσεως Plat. Rep. VI. 502 d; Isocr. 5, 12; oft bei Pol., δυσχέρειαν παρέχειν 1, 20, 10; ὁδοῦ 3, 64, 8; εἰς δυσχερείας ἐμπεσών 8, 9, 1; περὶ τὴν διοίκηοιν Plut.; das Lästige, Unangenehme einer Sache, τοῦ φορήματος Soph. Phil. 471; νοσήματος 888; Sp.; τὰς τῶν πραγμάτων δυσχερείας ὀνόμασι χρηστοῖς ἐπικαλύπτειν Plut. Sol. 15. Uebh. = Ekel, Überdruß; Plat. Polit. 386 b 310 c. – b) von Personen, mürrisches Wesen, Verdrießlichkeit; Plat. Phil. 44 c; vgl. Theophr. char. 15.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> difficulté;<br /><b>2</b> ennui, contrariété.<br />'''Étymologie:''' [[δυσχερής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσχέρεια''': ἡ, ἀντίθ. [[εὐχέρεια]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐνόχλησις]], [[στενοχωρία]], [[ἀηδία]], προξενουμένη ἔκ τινος πράγματος, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος Σοφ. Φ. 473, 900, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 286Β· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 654Β. 2) [[δυσκολία]] εἰς τὸ ποιεῖν τι, Πλάτ. Πολ. 502D, κτλ.· [[δυσκολία]], Ἰσοκρ. 84D. 3) ἐν συζητήσει, δυσκολίαι, δ. λογικαὶ Ἀριστ. Μεταφ. 3. 3, 9, πρβλ. 2. 1, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἰδιοτροπία]], [[δυστροπία]], [[ἔχθρα]], Πλάτ. Φιλ. 44C· πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 19. 2) [[ἀηδία]], [[τάσις]] πρὸς ναυτίαν, Πλάτ. Πρωτ. 334Β.
|lstext='''δυσχέρεια''': ἡ, ἀντίθ. [[εὐχέρεια]]. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐνόχλησις]], [[στενοχωρία]], [[ἀηδία]], προξενουμένη ἔκ τινος πράγματος, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος Σοφ. Φ. 473, 900, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 286Β· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 654Β. 2) [[δυσκολία]] εἰς τὸ ποιεῖν τι, Πλάτ. Πολ. 502D, κτλ.· [[δυσκολία]], Ἰσοκρ. 84D. 3) ἐν συζητήσει, δυσκολίαι, δ. λογικαὶ Ἀριστ. Μεταφ. 3. 3, 9, πρβλ. 2. 1, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἰδιοτροπία]], [[δυστροπία]], [[ἔχθρα]], Πλάτ. Φιλ. 44C· πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 19. 2) [[ἀηδία]], [[τάσις]] πρὸς ναυτίαν, Πλάτ. Πρωτ. 334Β.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> difficulté;<br /><b>2</b> ennui, contrariété.<br />'''Étymologie:''' [[δυσχερής]].
}}
}}
{{grml
{{grml