διαρρίπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> διαρρίψω, <i>ao.</i> διέρριψα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[διά]], de côté et d'autre);<br /><b>1</b> jeter de côté et d'autre : ἀστέρες διερριμμένοι LUC astres disséminés;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> écarter, rejeter;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers) lancer : ὀϊστόν OD un trait.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥίπτω]].
|btext=<i>f.</i> διαρρίψω, <i>ao.</i> διέρριψα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[διά]], de côté et d'autre);<br /><b>1</b> jeter de côté et d'autre : ἀστέρες διερριμμένοι LUC astres disséminés;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> écarter, rejeter;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers) lancer : ὀϊστόν OD un trait.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥίπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαρρίπτω''': ποιητ. [[διαρίπτω]]· μέλλ. -ψω· παρὰ τοῖς Ἀττ. ἔχομεν καὶ ἐνεστῶτα διαρριπτέω, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Ξεν. Κυν. 5, 8, κτλ.· [[ῥίπτω]] διὰ μέσου, διαρρίπτασκεν ὀϊστὸν Ὀδ. Τ. 575. 2) [[ῥίπτω]] [[πέριξ]], διάριψον (δὴ ῥῖψον Bgk) [[ὄμμα]] πανταχῆ, ῥῖψον τὰ βλέμματά σου πρὸς ὅλα τὰ μέρη, Ἀριστοφ. Θεσμ. 665· δ. τὰς ὄψιας πυκνὰ δ. Ἱππ. 153Β· δ. σκέλεα ὁ αὐτ. Προγν. 37· δ. τὴν οὐράν, ἐπὶ κυνός, [[διασείω]] τὴν οὐράν, Ξεν. Κυν. 6, 23. ― Παθ., [[διαφέρω]], διερριμμένα =διάφορα, Πλάτ. Νόμ. 860Β. 3) [[διασκορπίζω]], [[οἷον]] κάρυα, χρήματα, κλπ. μεταξὺ τοῦ πλήθους, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Πολύβ. 16. 21, 8· μεταφορ., σπαταλῶ, τὸν βίον Λιβάν. 4. 631· ― μετοχ. πάθ. πρκμ., διεσκορπισμένος, διεσπαρμένος, Πλούτ. Φιλοπ. 8· διερριμμένην μνήμην ποιεῖν, [[ἀναφέρω]] σποραδικῶς, Πολύβ. 3. 57, 5. 4) [[ἀπορρίπτω]], Ἐπ. Πλάτ. 343D. 5) [[καταρρίπτω]], Λατ. disjicere, τὸν περίβολον Πολύβ. 16. 1, 6. ΙΙ. ἀμετ., ῥίπτομαι ὁρμητικῶς ἀναζητῶν, ἐν τῇ θαλάττῃ Ξεν. Κυν. 5, 8.
|elnltext=διαρρίπτω, διαρριπτέω en διαρριπτάζω [διά, ῥίπτω] διαρριπτέω alleen praes. en imperf.; Ion. 3 plur. διαρριπτεῦνται, ep. iter. imperf. διαρρίπτασκε ~ διά uiteen: verschillende kanten op gooien, (ver)strooien:; κάρυ’ ἐκ φορμίδος δούλω διαρριπτοῦντε τοῖς θεωμένοις twee slaven die noten uit een mandje onder de toeschouwers strooien Aristoph. Ve. 59.; τά … τῶν ἐμῶν συσκήνων σκεύη διέρριψας u heeft de bagage van mijn tentgenoten naar alle kanten door elkaar gegooid Xen. An. 5.8.6; οἷς ἐνέτυχον ἱεροῖς τεθυμένοις διέρριψαν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ de offerdieren die ze geofferd aantroffen gooiden ze van het altaar Xen. Hell. 3.4.4; (willekeurig) verspreiden:. διερριμμένου κατὰ πόλεις verspreid over (verschillende) steden Plut. Phil. 8.1. ~ διά door … heen: door... heen gooien; van een pijl erdoorheen schieten.
}}
{{elru
|elrutext='''διαρρίπτω:''' Arph. [[διαρίπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[бросать вокруг]], [[разбрасывать]] (ἀστέρες διερριμμένοι Luc.): κόμαι διερριμμέναι Polyb. растрепанные волосы; [[πανταχῇ]] διάρ(ρ)ιψον [[ὄμμα]] Arph. оглянись хорошенько вокруг; τὰ διερριμμένα προσαγορεύεσθαι Plat. или διερριμμένην μνήμην ποιεῖσθαι Polyb. делать отдельные или несвязные замечания;<br /><b class="num">2)</b> [[бросать или пускать сквозь]]: δ. ὀϊστόν Hom. пропускать стрелу (сквозь ряд колец);<br /><b class="num">3)</b> [[разбрасывать]], [[раскидывать]], [[ломать]] (τὸν [[περίβολον]] Polyb.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαρρίπτω:''' ποιητ. δια-[[ρίπτω]], Ιων. παρατ. <i>διαρ-ρίπτασκον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, στην Αττ. επίσης ενεστ. [[διαρριπτέω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[εκτοξεύω]] δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] [[τριγύρω]], λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[διασκορπίζω]], [[ρίχνω]], [[πετώ]], όπως καρύδια ή χρήματα [[ανάμεσα]] στο [[πλήθος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[βουτώ]], ρίχνομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''διαρρίπτω:''' ποιητ. δια-[[ρίπτω]], Ιων. παρατ. <i>διαρ-ρίπτασκον</i>, μέλ. <i>-ψω</i>, στην Αττ. επίσης ενεστ. [[διαρριπτέω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] ή [[εκτοξεύω]] δια μέσου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] το [[βλέμμα]] [[τριγύρω]], λέγεται για [[σκύλο]], [[κουνώ]] την [[ουρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[διασκορπίζω]], [[ρίχνω]], [[πετώ]], όπως καρύδια ή χρήματα [[ανάμεσα]] στο [[πλήθος]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[βουτώ]], ρίχνομαι, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαρρίπτω:''' Arph. [[διαρίπτω]]<br /><b class="num">1)</b> [[бросать вокруг]], [[разбрасывать]] (ἀστέρες διερριμμένοι Luc.): κόμαι διερριμμέναι Polyb. растрепанные волосы; [[πανταχῇ]] διάρ(ρ)ιψον [[ὄμμα]] Arph. оглянись хорошенько вокруг; τὰ διερριμμένα προσαγορεύεσθαι Plat. или διερριμμένην μνήμην ποιεῖσθαι Polyb. делать отдельные или несвязные замечания;<br /><b class="num">2)</b> [[бросать или пускать сквозь]]: δ. ὀϊστόν Hom. пропускать стрелу (сквозь ряд колец);<br /><b class="num">3)</b> [[разбрасывать]], [[раскидывать]], [[ломать]] (τὸν [[περίβολον]] Polyb.).
|lstext='''διαρρίπτω''': ποιητ. [[διαρίπτω]]· μέλλ. -ψω· παρὰ τοῖς Ἀττ. ἔχομεν καὶ ἐνεστῶτα διαρριπτέω, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Ξεν. Κυν. 5, 8, κτλ.· [[ῥίπτω]] διὰ μέσου, διαρρίπτασκεν ὀϊστὸν Ὀδ. Τ. 575. 2) [[ῥίπτω]] [[πέριξ]], διάριψον (δὴ ῥῖψον Bgk) [[ὄμμα]] πανταχῆ, ῥῖψον τὰ βλέμματά σου πρὸς ὅλα τὰ μέρη, Ἀριστοφ. Θεσμ. 665· δ. τὰς ὄψιας πυκνὰ δ. Ἱππ. 153Β· δ. σκέλεα ὁ αὐτ. Προγν. 37· δ. τὴν οὐράν, ἐπὶ κυνός, [[διασείω]] τὴν οὐράν, Ξεν. Κυν. 6, 23. ― Παθ., [[διαφέρω]], διερριμμένα =διάφορα, Πλάτ. Νόμ. 860Β. 3) [[διασκορπίζω]], [[οἷον]] κάρυα, χρήματα, κλπ. μεταξὺ τοῦ πλήθους, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Πολύβ. 16. 21, 8· μεταφορ., σπαταλῶ, τὸν βίον Λιβάν. 4. 631· ― μετοχ. πάθ. πρκμ., διεσκορπισμένος, διεσπαρμένος, Πλούτ. Φιλοπ. 8· διερριμμένην μνήμην ποιεῖν, [[ἀναφέρω]] σποραδικῶς, Πολύβ. 3. 57, 5. 4) [[ἀπορρίπτω]], Ἐπ. Πλάτ. 343D. 5) [[καταρρίπτω]], Λατ. disjicere, τὸν περίβολον Πολύβ. 16. 1, 6. ΙΙ. ἀμετ., ῥίπτομαι ὁρμητικῶς ἀναζητῶν, ἐν τῇ θαλάττῃ Ξεν. Κυν. 5, 8.
}}
{{elnl
|elnltext=διαρρίπτω, διαρριπτέω en διαρριπτάζω [διά, ῥίπτω] διαρριπτέω alleen praes. en imperf.; Ion. 3 plur. διαρριπτεῦνται, ep. iter. imperf. διαρρίπτασκε ~ διά uiteen: verschillende kanten op gooien, (ver)strooien:; κάρυ’ ἐκ φορμίδος δούλω διαρριπτοῦντε τοῖς θεωμένοις twee slaven die noten uit een mandje onder de toeschouwers strooien Aristoph. Ve. 59.; τά … τῶν ἐμῶν συσκήνων σκεύη διέρριψας u heeft de bagage van mijn tentgenoten naar alle kanten door elkaar gegooid Xen. An. 5.8.6; οἷς ἐνέτυχον ἱεροῖς τεθυμένοις διέρριψαν ἀπὸ τοῦ βωμοῦ de offerdieren die ze geofferd aantroffen gooiden ze van het altaar Xen. Hell. 3.4.4; (willekeurig) verspreiden:. διερριμμένου κατὰ πόλεις verspreid over (verschillende) steden Plut. Phil. 8.1. ~ διά door … heen: door... heen gooien; van een pijl erdoorheen schieten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. δια-ρίπτω ionic imperf. διαρ-ρίπτασκον fut. ψω [[attic]] pres. [[διαρριπτέω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[cast]] or [[shoot]] [[through]], Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[cast]] or [[throw]] [[about]], a dog, to wag the [[tail]], Xen.<br /><b class="num">3.</b> to [[throw]] [[about]], as nuts or [[money]] [[among]] a [[crowd]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[plunge]], Xen.
|mdlsjtxt=poet. δια-ρίπτω ionic imperf. διαρ-ρίπτασκον fut. ψω [[attic]] pres. [[διαρριπτέω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[cast]] or [[shoot]] [[through]], Od.<br /><b class="num">2.</b> to [[cast]] or [[throw]] [[about]], a dog, to wag the [[tail]], Xen.<br /><b class="num">3.</b> to [[throw]] [[about]], as nuts or [[money]] [[among]] a [[crowd]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[plunge]], Xen.
}}
}}