κατάρχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> κατάρξω;<br />commencer, donner le signal <i>ou</i> l'exemple de : καὶ αὐτὸς [[οὕτω]] ποιῶν κατῆρχε XÉN et lui-même était le premier à faire ainsi;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατάρχομαι;<br /><b>1</b> commencer, donner le signal <i>ou</i> l'exemple de, acc.;<br /><b>2</b> accomplir les cérémonies préparatoires d'un sacrifice, gén. : σκυταλῆν [[λαβών]] μου κατήρξατο LUC il prit un bâton et m'initia en me rouant de coups ; immoler, sacrifier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρχω]].
|btext=<i>f.</i> κατάρξω;<br />commencer, donner le signal <i>ou</i> l'exemple de : καὶ αὐτὸς [[οὕτω]] ποιῶν κατῆρχε XÉN et lui-même était le premier à faire ainsi;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατάρχομαι;<br /><b>1</b> commencer, donner le signal <i>ou</i> l'exemple de, acc.;<br /><b>2</b> accomplir les cérémonies préparatoires d'un sacrifice, gén. : σκυταλῆν [[λαβών]] μου κατήρξατο LUC il prit un bâton et m'initia en me rouant de coups ; immoler, sacrifier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρχω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατάρχω''': μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] ἀρχὴν πράγματός τινος, μετὰ γεν. δίδω πρῶτος τὸ [[παράδειγμα]], τίνες κατῆρξαν… μάχης; Αἰσχύλ. Πέρσ. 351· ὁδοῦ κατάρχειν, ἡγεῖσθαι τῆς ὁδοῦ, [[ὑπάγω]] ἐμπρὸς καὶ δεικνύω τὸν ἀριθμόν, Σοφ. Ο. Κ. 1019· δεινοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1135· λόγων χρησίμων Ἀριστοφ. Λυσ. 638· [[δίκαιος]], ἔφη, σὺ ἡγεῖσθαι· σὺ γὰρ καὶ κατάρχεις τοῦ λόγου Πλάτ. Πρωτ. 351Ε· κατῆρξε μὲν [[Κῦρος]] τούτου, διαμένει δὲ ἔτι καὶ νῦν Ξεν. Κύρ. 8. 27· κ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Θησ. 19· πολλῶν κακῶν Εὐρ. Φοίν. 1576· κ. ὁ [[κορυφαῖος]], συνεπηχεῖ δὲ πᾶς ὁ χορὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6.·- σπανίως μετ’ αἰτ., [[ἀρχίζω]] τι, θαυμαστόν τινα λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 283Ε·- μετὰ μετοχ., [[ἀρχίζω]] νὰ [[πράττω]], τι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4., 4. 5, 58·- ἀπόλ., Πλάτ. Συμπ. 177Ε, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20. 2) τιμῶ, θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω Εὐρ. Ἀνδρ. 1199 (ἐν σχέσει πρὸς τὴν θρησκευτικὴν σημασίαν, κατωτ. ΙΙ. 2). ΙΙ. Μέσ., [[ἀρχίζω]], ὡς τὸ ἐνεργ., μετὰ γεν., ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Εὐρ. Φοίν. 540· τῆς πορείας Πλάτ. Φαῖδρ. 256D· τοῦ λόγου Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. κ. νόμον, στεναγμὸν Εὐρ. Ἑκάβ. 685, Ὀρ. 960· καὶ [[ἄνευ]] πτώσεως, κατάρχεται [[μέλος]], ἀρχίζει, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 750, πρβλ. 888. 2) ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασ., [[ἀρχίζω]] τὰς τῆς θυσίας τελετάς, [[καθαγιάζω]] τὸ [[θῦμα]], εὐλογῶ καὶ [[προορίζω]] διὰ τὴν θυσίαν, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ὁ [[Νέστωρ]] ἤρχιζε τὴν θυσίαν νίπτων τὰς χεῖράς του καὶ ἐπιρραντίζων διὰ τῆς χονδροαλεσμένης κριθῆς τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος, Ὀδ. Γ. 445 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.), πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60, 103· πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 40 κατάρχομαι οὐλοχύτας·- κατάρχομαι μέν, σφάγια δ’ ἄλλοισιν [[μέλει]], [[ἀρχίζω]] τὴν τελετήν, ἀφιερῶ τὸ [[θῦμα]] εἰς τὸν θεόν, ἀλλ’ ἀφίνω τὴν σφαγὴν τοῦ θύματος εἰς ἄλλους·- ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. Διον. Ἁλ. 2. 25· κ. καὶ καθιερῶσαι Πλουτ. Θεμ. 13· πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 800, ἑξ.·- μετὰ γεν., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου, [[κάμνω]] ἀρχὴν τοῦ θύματος, δηλ. καθιερῶ αὐτὸ ἀποκόπτων τὰς τρίχας τοῦ μετώπου του καὶ ῥίπτων αὐτὰς εἰς τὸ τῆς θυσίας πῦρ ὡς ἀπαρχήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 959· [[ἐπεὶ]] δὲ [[αὐτοῦ]] (ἐνν. Ἡρακλέος) τῷ βωμῷ κατάρχοντο Ἡρόδ. 2. 45· πῶς δ’ αὖ κατάρξει θυμάτων; Εὐρ. Φοίν. 573 ([[οὕτως]] ὁ Valck. ἀντὶ -εις, ἴδε κατωτ.), πρβλ. Ι. Τ. 56. 1155· κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν, Λατ. auspicari sacra, Δημ. 552. 40, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 32· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁ Φώτ. 141. 15, «κατάρξασθαι μὲν τῶν τριχῶν, ἀπάρξασθαι δὲ τῶν σπλάγχνων» Ἡσύχ.· κατάρξασθαι τοῦ ἱερείου, τῶν τριχῶν ἀποσπάσαι· καί, [[στείχω]] ἐπ’ αὐτήν, ὡς κατάρξωμαι ξίφει Εὐρ. Ἄλκ. 75, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. «ἵνα ἀπαρχὴν τῶν τριχῶν [[λάβω]], ὡς ἔθους ὄντος τὸν θάνατον τοῦ μέλλοντος ἀποθνήσκειν τὴν κόμην τέμνειν», (πρβλ. Ἠλέκτρ. 810, ἐκ κανοῦ δ’ ἑλὼν Αἴγισθος σφαγίδα, μοσχείαν [[τρίχα]] τεμὼν ἐφ’ ἁγνὸν πῦρ ἔθηκε δεξιᾷ)·― [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τῷ Παθ., ᾗ θεᾷ σὸν κατῆρκτε [[σῶμα]], ἔχει καθιερωθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 601· [[ὥσπερ]] ἐν τελετῇ κατηργμένης τῆς φιλοσοφίας [[αὐτοῦ]], ὡς ἐὰν εἶχεν εἰσαγάγῃ αὐτὸν εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἠθ. 47Α. β) [[θυσιάζω]], [[σφάζω]], ὡς τὸ Λατ. immolare, φασγάνῳ Εὐρ. Ἠλ. 1222. γ) [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], πλήττω, διὰ τοῦ πελέκεως, ὡς συνηθίζουσιν οἱ σφάζοντες τὰ ἱερεῖα (πρβλ. καθικνεῖσθαι), Πλουτ. Καῖσ. 66· σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο, λαβὼν ῥάβδον μὲ ἐκτύπησε δυνατά, ὡς ἐὰν [[ἤμην]] [[ἱερεῖον]] θυσιαζόμενον, Λουκ. Ἐνύπν. 3. δ) μεταγεν. συγγραφεῖς (ὡς ὁ Ἡλιόδ. 2. 34, 35., 10. 9), μετεχειρίζοντο τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἴδε Valck. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., διοικῶ, κυβερνῶ, μετὰ γεν., Ἀλκίφρων 3. 44· κατάρχοντο Ἰων. κατήρχοντο Ἡρόδ.
|elnltext=κατ-άρχω indic. imperf. 3 plur. ook κατάρχοντο act. beginnen met, met gen.:; μάχης de strijd Aeschl. Pers. 351; κ. ὁδοῦ de weg wijzen Soph. OC 1019; σὺ γὰρ καὶ κατάρχεις τοῦ λόγου want jij bent toch ook de initiator van het debat Plat. Prot. 351e; κατῆρξε μὲν τούτου Κῦρος Cyrus is hiermee begonnen Xen. Cyr. 8.2.7; zelden met acc.; met toespeling op 2:; θανόντα δεσπόταν γόοις... κατάρξω ik zal het rouwritueel om mijn gestorven heerser met jammerklachten beginnen Eur. Andr. 1199; met nom. en ptc. beginnen, de eerste zijn:; κατῆρχεν... ἀναπηδῶν hij was de eerste die zijn paard besteeg Xen. Cyr. 1.4.4; τύχῃ ἀγαθῇ καταρχέτω laat hij onder goed gesternte beginnen Plat. Smp. 177e; ook med. een begin maken met, met gen.:; ἐχθρᾶς θ’ ἡμέρας κατάρχεται het (mindere) is het begin van een dag van vijandschap Eur. Phoen. 540; τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας voor degenen die de tocht begonnen zijn Plat. Phaedr. 256d; met acc.: κ. νόμον een melodie beginnen Eur. Hec. 685; κατάρχεται μέλος het lied begint Eur. HF 750. med., spec. ritueel beginnen met de offerceremonie, met acc.:; Νέστωρ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Nestor begon de plechtigheid met handwassing en het strooien van gerstekorrels Od. 3.445; met gen.:; κ. θυμάτων beginnen met de offers Eur. Phoen. 573; τῶν ἱερών met de riten Dem. 21.114; wijden van het offerdier:; ἤδη τῶν ξένων κατήρξατο; heeft zij de vreemdelingen al ritueel gewijd? Eur. IT 1154; μὴ κατάρξῃ τοῦ τράγου wijd de bok niet ten offer Aristoph. Av. 959; abs.:; οὐ καταρξάμενος zonder voorbereidende riten Hdt. 4.60.2; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ’ ἄλλοισιν μέλει ik begin de riten, maar het slachten is een taak voor anderen Eur. IT 40; overdr.. σκυτάλην... λαβών... μου κατήρξατο hij nam een stok en wijdde mij in Luc. 32.3.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάρχω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. класть начало, начинать, приступать (τινός Trag. etc., редко τι Plat.): τίνες κατῆρξαν μάχης; Aesch. кто (первый) начал сражение?; ὁδοῦ κ. Soph. начинать (первым) путь, т. е. идти впереди (кого-л.); οἱ κατηργμένοι τινός Plat. приступившие к чему-л.; δεινοῦ λόγου κατῆρξας Soph. ты начал странную речь; θαυμαστόν τινα κατῆρχε λόγον Plat. (он) завел какую-то диковинную речь; αὐτὸς [[οὕτω]] ποιῶν κατῆρχεν Xen. (Кир) первый подавал пример этого; κατάρχεσθαι στεναγμόν Eur. поднимать вопль;<br /><b class="num">2)</b> культ., med. приступать к жертвоприношению, начинать обряд: [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ᾽ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Hom. Нестор начал омовение рук и осыпание (жертвы) ячменем, т. е. приступил к жертвоприношению; [[ἐπεὶ]] [[αὐτοῦ]] πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Her. когда (египтяне) приступили к тому, чтобы принести его в жертву; κατάρχομαι [[μέν]], σφάγια δ᾽ ἄλλοισιν [[μέλει]] Eur. я начинаю обряд жертвоприношения, заклание же (жертвы) - дело других;<br /><b class="num">3)</b> med. [[приносить в жертву]], [[закалывать]] (τοῦ τράγου Arph.): κατάρχεσθαι ξίφει Eur. закалывать (жертву) мечом; κατάρξασθαι θυμάτων Eur. совершить жертвоприношения;<br /><b class="num">4)</b> med. посвящать: ᾗ σὸν κατῆρκται [[σῶμα]] Eur. (богиня), которой посвящена ты (досл. твое тело);<br /><b class="num">5)</b> med., ирон. дубасить, бить, колотить: σκυτάλην [[λαβών]] μου κατήρξατο Luc. взяв дубину, он отделал меня;<br /><b class="num">6)</b> med. [[убивать]], [[умерщвлять]] (ἅπαντας Plut.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[έναρξη]] ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.· <i>ὁδοῦ κατάρχειν</i>, [[οδηγώ]] το δρόμο, [[δείχνω]] το δρόμο, σε Σοφ.· [[σπανίως]] με αιτ., [[ξεκινώ]] [[κάτι]], σε Πλάτ.· με μτχ., [[ξεκινώ]] να κάνω, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τιμώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[ξεκίνημα]], [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], όπως το Ενεργ., με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., κατάρχεται [[μέλος]], ξεκινά, στον ίδ. <b>2. α)</b> με θρησκευτική [[σημασία]], [[ξεκινώ]] τις θυσιαστήριες τελετές, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ο Νέστορας ξεκίνησε (τη [[θυσία]]) με το [[πλύσιμο]] των χεριών και το [[ράντισμα]] του κριθαριού στο [[κεφάλι]] του θύματος, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατάρχομαι</i>, [[ξεκινώ]] τη [[λειτουργία]], σε Ευρ.· με γεν., <i>κατάρχεσθαι τοῦ τράγου</i>, [[προετοιμάζω]] το [[θύμα]], δηλ. το [[καθαγιάζω]] για τη [[θυσία]] με το να κόψω τα μαλλιά από το μέτωπό του, σε Αριστοφ.· [[πῶς]] δ' αὖ κατάρξει θυμάτων; σε Ευρ. <b>β)</b> [[θυσιάζω]], [[σφαγιάζω]], στον ίδ. — Παθ., σὸν κατῆρκται [[σῶμα]], έχει αφιερωθεί, στον ίδ. <b>γ)</b> [[αλλά]], [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατάρχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω [[έναρξη]] ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.· <i>ὁδοῦ κατάρχειν</i>, [[οδηγώ]] το δρόμο, [[δείχνω]] το δρόμο, σε Σοφ.· [[σπανίως]] με αιτ., [[ξεκινώ]] [[κάτι]], σε Πλάτ.· με μτχ., [[ξεκινώ]] να κάνω, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τιμώ]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ.,<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[ξεκίνημα]], [[αρχίζω]], [[ξεκινώ]], όπως το Ενεργ., με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., κατάρχεται [[μέλος]], ξεκινά, στον ίδ. <b>2. α)</b> με θρησκευτική [[σημασία]], [[ξεκινώ]] τις θυσιαστήριες τελετές, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ο Νέστορας ξεκίνησε (τη [[θυσία]]) με το [[πλύσιμο]] των χεριών και το [[ράντισμα]] του κριθαριού στο [[κεφάλι]] του θύματος, σε Ομήρ. Οδ.· <i>κατάρχομαι</i>, [[ξεκινώ]] τη [[λειτουργία]], σε Ευρ.· με γεν., <i>κατάρχεσθαι τοῦ τράγου</i>, [[προετοιμάζω]] το [[θύμα]], δηλ. το [[καθαγιάζω]] για τη [[θυσία]] με το να κόψω τα μαλλιά από το μέτωπό του, σε Αριστοφ.· [[πῶς]] δ' αὖ κατάρξει θυμάτων; σε Ευρ. <b>β)</b> [[θυσιάζω]], [[σφαγιάζω]], στον ίδ. — Παθ., σὸν κατῆρκται [[σῶμα]], έχει αφιερωθεί, στον ίδ. <b>γ)</b> [[αλλά]], [[χτυπώ]], [[πλήττω]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατάρχω:'''<br /><b class="num">1)</b> тж. med. класть начало, начинать, приступать (τινός Trag. etc., редко τι Plat.): τίνες κατῆρξαν μάχης; Aesch. кто (первый) начал сражение?; ὁδοῦ κ. Soph. начинать (первым) путь, т. е. идти впереди (кого-л.); οἱ κατηργμένοι τινός Plat. приступившие к чему-л.; δεινοῦ λόγου κατῆρξας Soph. ты начал странную речь; θαυμαστόν τινα κατῆρχε λόγον Plat. (он) завел какую-то диковинную речь; αὐτὸς [[οὕτω]] ποιῶν κατῆρχεν Xen. (Кир) первый подавал пример этого; κατάρχεσθαι στεναγμόν Eur. поднимать вопль;<br /><b class="num">2)</b> культ., med. приступать к жертвоприношению, начинать обряд: [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ᾽ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Hom. Нестор начал омовение рук и осыпание (жертвы) ячменем, т. е. приступил к жертвоприношению; [[ἐπεὶ]] [[αὐτοῦ]] πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Her. когда (египтяне) приступили к тому, чтобы принести его в жертву; κατάρχομαι [[μέν]], σφάγια δ᾽ ἄλλοισιν [[μέλει]] Eur. я начинаю обряд жертвоприношения, заклание же (жертвы) - дело других;<br /><b class="num">3)</b> med. [[приносить в жертву]], [[закалывать]] (τοῦ τράγου Arph.): κατάρχεσθαι ξίφει Eur. закалывать (жертву) мечом; κατάρξασθαι θυμάτων Eur. совершить жертвоприношения;<br /><b class="num">4)</b> med. посвящать: ᾗ σὸν κατῆρκται [[σῶμα]] Eur. (богиня), которой посвящена ты (досл. твое тело);<br /><b class="num">5)</b> med., ирон. дубасить, бить, колотить: σκυτάλην [[λαβών]] μου κατήρξατο Luc. взяв дубину, он отделал меня;<br /><b class="num">6)</b> med. [[убивать]], [[умерщвлять]] (ἅπαντας Plut.).
|lstext='''κατάρχω''': μέλλ. -ξω, [[κάμνω]] ἀρχὴν πράγματός τινος, μετὰ γεν. δίδω πρῶτος τὸ [[παράδειγμα]], τίνες κατῆρξαν… μάχης; Αἰσχύλ. Πέρσ. 351· ὁδοῦ κατάρχειν, ἡγεῖσθαι τῆς ὁδοῦ, [[ὑπάγω]] ἐμπρὸς καὶ δεικνύω τὸν ἀριθμόν, Σοφ. Ο. Κ. 1019· δεινοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1135· λόγων χρησίμων Ἀριστοφ. Λυσ. 638· [[δίκαιος]], ἔφη, σὺ ἡγεῖσθαι· σὺ γὰρ καὶ κατάρχεις τοῦ λόγου Πλάτ. Πρωτ. 351Ε· κατῆρξε μὲν [[Κῦρος]] τούτου, διαμένει δὲ ἔτι καὶ νῦν Ξεν. Κύρ. 8. 27· κ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Θησ. 19· πολλῶν κακῶν Εὐρ. Φοίν. 1576· κ. ὁ [[κορυφαῖος]], συνεπηχεῖ δὲ πᾶς ὁ χορὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6.·- σπανίως μετ’ αἰτ., [[ἀρχίζω]] τι, θαυμαστόν τινα λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 283Ε·- μετὰ μετοχ., [[ἀρχίζω]] νὰ [[πράττω]], τι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4., 4. 5, 58·- ἀπόλ., Πλάτ. Συμπ. 177Ε, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20. 2) τιμῶ, θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω Εὐρ. Ἀνδρ. 1199 (ἐν σχέσει πρὸς τὴν θρησκευτικὴν σημασίαν, κατωτ. ΙΙ. 2). ΙΙ. Μέσ., [[ἀρχίζω]], ὡς τὸ ἐνεργ., μετὰ γεν., ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Εὐρ. Φοίν. 540· τῆς πορείας Πλάτ. Φαῖδρ. 256D· τοῦ λόγου Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. κ. νόμον, στεναγμὸν Εὐρ. Ἑκάβ. 685, Ὀρ. 960· καὶ [[ἄνευ]] πτώσεως, κατάρχεται [[μέλος]], ἀρχίζει, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 750, πρβλ. 888. 2) ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασ., [[ἀρχίζω]] τὰς τῆς θυσίας τελετάς, [[καθαγιάζω]] τὸ [[θῦμα]], εὐλογῶ καὶ [[προορίζω]] διὰ τὴν θυσίαν, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, [[Νέστωρ]] ἤρχιζε τὴν θυσίαν νίπτων τὰς χεῖράς του καὶ ἐπιρραντίζων διὰ τῆς χονδροαλεσμένης κριθῆς τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος, Ὀδ. Γ. 445 ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.), πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60, 103· πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 40 κατάρχομαι οὐλοχύτας·- κατάρχομαι μέν, σφάγια δ’ ἄλλοισιν [[μέλει]], [[ἀρχίζω]] τὴν τελετήν, ἀφιερῶ τὸ [[θῦμα]] εἰς τὸν θεόν, ἀλλ’ ἀφίνω τὴν σφαγὴν τοῦ θύματος εἰς ἄλλους·- ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. Διον. Ἁλ. 2. 25· κ. καὶ καθιερῶσαι Πλουτ. Θεμ. 13· πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 800, ἑξ.·- μετὰ γεν., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου, [[κάμνω]] ἀρχὴν τοῦ θύματος, δηλ. καθιερῶ αὐτὸ ἀποκόπτων τὰς τρίχας τοῦ μετώπου του καὶ ῥίπτων αὐτὰς εἰς τὸ τῆς θυσίας πῦρ ὡς ἀπαρχήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 959· [[ἐπεὶ]] δὲ [[αὐτοῦ]] (ἐνν. Ἡρακλέος) τῷ βωμῷ κατάρχοντο Ἡρόδ. 2. 45· πῶς δ’ αὖ κατάρξει θυμάτων; Εὐρ. Φοίν. 573 ([[οὕτως]] ὁ Valck. ἀντὶ -εις, ἴδε κατωτ.), πρβλ. Ι. Τ. 56. 1155· κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν, Λατ. auspicari sacra, Δημ. 552. 40, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 32· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], ὁ Φώτ. 141. 15, «κατάρξασθαι μὲν τῶν τριχῶν, ἀπάρξασθαι δὲ τῶν σπλάγχνων» Ἡσύχ.· κατάρξασθαι τοῦ ἱερείου, τῶν τριχῶν ἀποσπάσαι· καί, [[στείχω]] ἐπ’ αὐτήν, ὡς κατάρξωμαι ξίφει Εὐρ. Ἄλκ. 75, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. «ἵνα ἀπαρχὴν τῶν τριχῶν [[λάβω]], ὡς ἔθους ὄντος τὸν θάνατον τοῦ μέλλοντος ἀποθνήσκειν τὴν κόμην τέμνειν», (πρβλ. Ἠλέκτρ. 810, ἐκ κανοῦ δ’ ἑλὼν Αἴγισθος σφαγίδα, μοσχείαν [[τρίχα]] τεμὼν ἐφ’ ἁγνὸν πῦρ ἔθηκε δεξιᾷ)·― [[ὡσαύτως]] καὶ ἐν τῷ Παθ., ᾗ θεᾷ σὸν κατῆρκτε [[σῶμα]], ἔχει καθιερωθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 601· [[ὥσπερ]] ἐν τελετῇ κατηργμένης τῆς φιλοσοφίας [[αὐτοῦ]], ὡς ἐὰν εἶχεν εἰσαγάγῃ αὐτὸν εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἠθ. 47Α. β) [[θυσιάζω]], [[σφάζω]], ὡς τὸ Λατ. immolare, φασγάνῳ Εὐρ. Ἠλ. 1222. γ) [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], πλήττω, διὰ τοῦ πελέκεως, ὡς συνηθίζουσιν οἱ σφάζοντες τὰ ἱερεῖα (πρβλ. καθικνεῖσθαι), Πλουτ. Καῖσ. 66· σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο, λαβὼν ῥάβδον μὲ ἐκτύπησε δυνατά, ὡς ἐὰν [[ἤμην]] [[ἱερεῖον]] θυσιαζόμενον, Λουκ. Ἐνύπν. 3. δ) μεταγεν. συγγραφεῖς (ὡς ὁ Ἡλιόδ. 2. 34, 35., 10. 9), μετεχειρίζοντο τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἴδε Valck. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., διοικῶ, κυβερνῶ, μετὰ γεν., Ἀλκίφρων 3. 44· κατάρχοντο Ἰων. κατήρχοντο Ἡρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-άρχω indic. imperf. 3 plur. ook κατάρχοντο act. beginnen met, met gen.:; μάχης de strijd Aeschl. Pers. 351; κ. ὁδοῦ de weg wijzen Soph. OC 1019; σὺ γὰρ καὶ κατάρχεις τοῦ λόγου want jij bent toch ook de initiator van het debat Plat. Prot. 351e; κατῆρξε μὲν τούτου Κῦρος Cyrus is hiermee begonnen Xen. Cyr. 8.2.7; zelden met acc.; met toespeling op 2:; θανόντα δεσπόταν γόοις... κατάρξω ik zal het rouwritueel om mijn gestorven heerser met jammerklachten beginnen Eur. Andr. 1199; met nom. en ptc. beginnen, de eerste zijn:; κατῆρχεν... ἀναπηδῶν hij was de eerste die zijn paard besteeg Xen. Cyr. 1.4.4; τύχῃ ἀγαθῇ καταρχέτω laat hij onder goed gesternte beginnen Plat. Smp. 177e; ook med. een begin maken met, met gen.:; ἐχθρᾶς θ’ ἡμέρας κατάρχεται het (mindere) is het begin van een dag van vijandschap Eur. Phoen. 540; τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας voor degenen die de tocht begonnen zijn Plat. Phaedr. 256d; met acc.: κ. νόμον een melodie beginnen Eur. Hec. 685; κατάρχεται μέλος het lied begint Eur. HF 750. med., spec. ritueel beginnen met de offerceremonie, met acc.:; Νέστωρ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Nestor begon de plechtigheid met handwassing en het strooien van gerstekorrels Od. 3.445; met gen.:; κ. θυμάτων beginnen met de offers Eur. Phoen. 573; τῶν ἱερών met de riten Dem. 21.114; wijden van het offerdier:; ἤδη τῶν ξένων κατήρξατο; heeft zij de vreemdelingen al ritueel gewijd? Eur. IT 1154; μὴ κατάρξῃ τοῦ τράγου wijd de bok niet ten offer Aristoph. Av. 959; abs.:; οὐ καταρξάμενος zonder voorbereidende riten Hdt. 4.60.2; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ’ ἄλλοισιν μέλει ik begin de riten, maar het slachten is een taak voor anderen Eur. IT 40; overdr.. σκυτάλην... λαβών... μου κατήρξατο hij nam een stok en wijdde mij in Luc. 32.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to make [[beginning]] of a [[thing]], c. gen., Aesch.; ὁδοῦ κατάρχειν to [[lead]] the way, Soph.:— [[rarely]] c. acc. to [[begin]] a [[thing]], Plat.:—c. [[part]]. to [[begin]] doing, Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[honour]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to make a [[beginning]], to [[begin]], like Act., c. gen., Eur., Plat.; also c. acc., Eur.: absol., κατάρχεται [[μέλος]] is [[beginning]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> in [[religious]] [[sense]], to [[begin]] the [[sacrificial]] ceremonies, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο [[Nestor]] began [the [[sacrifice]] with the [[washing]] of hands and [[sprinkling]] the [[barley]] on the [[victim]]'s [[head]], Od.; κατάρχομαι I [[begin]] the [[function]], Eur.:—c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου to make a [[beginning]] of the [[victim]], i. e. [[consecrate]] him for [[sacrifice]] by [[cutting]] off the [[hair]] of his [[forehead]], Ar.; πῶς δ' αὖ κατάρξει θυμάτων; Eur.<br />b. to [[sacrifice]], [[slay]], Eur.:—Pass., σὸν κατῆρκται [[σῶμα]] hath been [[devoted]], Eur.<br />c. [[simply]], to [[strike]], Plut.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to make [[beginning]] of a [[thing]], c. gen., Aesch.; ὁδοῦ κατάρχειν to [[lead]] the way, Soph.:— [[rarely]] c. acc. to [[begin]] a [[thing]], Plat.:—c. [[part]]. to [[begin]] doing, Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[honour]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to make a [[beginning]], to [[begin]], like Act., c. gen., Eur., Plat.; also c. acc., Eur.: absol., κατάρχεται [[μέλος]] is [[beginning]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> in [[religious]] [[sense]], to [[begin]] the [[sacrificial]] ceremonies, [[Νέστωρ]] χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο [[Nestor]] began [the [[sacrifice]] with the [[washing]] of hands and [[sprinkling]] the [[barley]] on the [[victim]]'s [[head]], Od.; κατάρχομαι I [[begin]] the [[function]], Eur.:—c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου to make a [[beginning]] of the [[victim]], i. e. [[consecrate]] him for [[sacrifice]] by [[cutting]] off the [[hair]] of his [[forehead]], Ar.; πῶς δ' αὖ κατάρξει θυμάτων; Eur.<br />b. to [[sacrifice]], [[slay]], Eur.:—Pass., σὸν κατῆρκται [[σῶμα]] hath been [[devoted]], Eur.<br />c. [[simply]], to [[strike]], Plut.
}}
}}