κατάρχω
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
A make beginning of a thing, c.gen., τίνες κατῆρξαν… μάχης; A.Pers.351; ὁδοῦ κατάρχειν lead the way, S.OC1019; δεινοῦ λόγου Id.Tr.1135; λόγων Χρησίμων Ar.Lys.638, cf. Pl.Prt. 351e, etc.; τραυμάτων Ascl.Tact.7.1; τὸ κατάρχον αἰσθήσεως, τῆς κινήσεως, the source of perception, of motion, Gal. 5.588: rarely c. acc., begin a thing, θαυμαστόν τινα λόγον Pl.Euthd. 283b: c. part., begin doing, X.Cyr.1.4.4, 4.5.58: abs., Pl.Smp. 177e, Arist.Mu.399a15.
2 θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω I will lead the dirge over... E.Andr.1199 (lyr., with reference to the religious sense, infr. 11.2).
II Med., begin, like Act., c. gen., ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Id.Ph.540; τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας Pl.Phdr.256d; κ. τῆς προσβολῆς Plb.2.67.1; τοῦ λόγου Plu.2.151e: c. acc., κ. νόμον, στεναγμόν, E.Hec.685 (s.v.l.), Or.960 (both lyr.): abs., κατάρχεται μέλος is beginning, Id.HF750 (lyr.), cf. 891 (lyr.); τὸ κατάρξασθαι Ael. Tact.17.
2 in religious sense, begin the sacrificial ceremonies, once in Hom., Νέστωρ Χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο Nestor began [the sacrifice] with the washing of hands and sprinkling the barley on the victim's head, Od.3.445: abs., Hdt.4.60, 103, And.1.126; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ' ἄλλοισιν μέλει I begin the rite, but leave the slaughter of the victim to others, E.IT40; ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. D.H.2.25: c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου make a beginning of the victim, i.e. consecrate him for sacrifice by cutting off the hair of his forehead, Ar.Av.959; ἐπεὶ δὲ αὐτοῦ (sc. Ἡρακλέος) πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Hdt.2.45; πῶς δ' αὖ κατάρξῃ θυμάτων; E.Ph.573, cf.IT56, 1154; κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν D.21.114: metaph., σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc.Somn.3, cf. Plu.Caes.66:—so later in Act., Hld.2.34, al.
b sacrifice, slay, ξίφει, φασγάνῳ κ., E.Alc.74, El.1222 (lyr.):—Pass., ᾗ (sc. τῇ θεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα hath been devoted, Id.Heracl. 601.
III Act., rule, govern, c. gen., Alciphr.3.44 (s.v.l.).
IV κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις will chastise you... LXX 3 Ki.12.24r.
German (Pape)
[Seite 1376] anfangen, beginnen, zuerst Etwas thun; τίνες κατῆρξαν μάχης Aesch. Pers. 343; ὁδοῦ κάταρχε, gehe des Wegs voran, Soph. O. C. 1023; δεινοῦ λόγου κατῆρξας Trach. 1125; λόγων κατάρχομεν τῇ πόλει ὠφελίμων Ar. Lys. 638; μάχης Eur. Suppl. 675; λόγου Plat. Prot. 351 e; absol., Conv. 177 e; τοῦ καλεῖν Xen. Hem. 2, 3, 11; c. partic., καὶ αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Cyr. 4, 5, 58; – seltner c. acc., θαυμαστὸν γάρ τινα ἀνὴρ κατῆρχε λόγον Plat. Euthyd. 283 e. – Bei Sp. auch = Herr sein, beherrschen. – Med. κατάρχομαι, anfangen, anheben; absol., τόδε κατάρχεται μέλος ἐμοὶ κλύειν φίλιον ἐν δόμοις Eur. Herc. Fur. 749, vgl. 889; Pol. 5, 49, 1; c. gen., Eur. Phoen. 543; τοῖς κατηργμένοις ἤδη τῆς ἐπ ουρανίου πορείας Plat. Phaedr. 256 d; κατήρχοντο τῆς πρὸς τὸν βουνὸν προσβολῆς Pol. 2, 67, 1. – Bes. gottesdienstlicher Ausdruck, von den Gebräuchen, mit denen beim Opfer der Anfang gemacht wurde, Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, Nestor begann das Opfer mit Händewaschen und Aufstreuen der heiligen Gerste auf das Haupt des Opferthieres, Od. 3, 445; das Opferthier weihen, um es zu schlachten, Her. 2, 45; μὴ κατάρξῃ τοῦ τράγου Ar. Av. 960; Eur. I. T. 40. 56 u. öfter; κατάρξει θυμάτων Phoen. 576; D. Hal. 3, 35 u. a. Sp.; καὶ καθιερῶσαι Plut. Themist. 13; auch pass., ᾗ (θεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. Heracl. 601; vgl. ἀπάρχω. – Dah. schlagen, tödten, τινός; Luc. Somn. 3; ἅπαντας γὰρ ἔδει κατάρξασθαι καὶ γεύσασθαι τοῦ φόνου Plut. Caes. 66. – Übertr., θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξομαι, v.l. κατάρξω, beklagen, Eur. Andr. 1200.
French (Bailly abrégé)
f. κατάρξω;
commencer, donner le signal ou l'exemple de : καὶ αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχε XÉN et lui-même était le premier à faire ainsi;
Moy. κατάρχομαι;
1 commencer, donner le signal ou l'exemple de, acc.;
2 accomplir les cérémonies préparatoires d'un sacrifice, gén. : σκυταλῆν λαβών μου κατήρξατο LUC il prit un bâton et m'initia en me rouant de coups ; immoler, sacrifier.
Étymologie: κατά, ἄρχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-άρχω indic. imperf. 3 plur. ook κατάρχοντο act. beginnen met, met gen.:; μάχης de strijd Aeschl. Pers. 351; κ. ὁδοῦ de weg wijzen Soph. OC 1019; σὺ γὰρ καὶ κατάρχεις τοῦ λόγου want jij bent toch ook de initiator van het debat Plat. Prot. 351e; κατῆρξε μὲν τούτου Κῦρος Cyrus is hiermee begonnen Xen. Cyr. 8.2.7; zelden met acc.; met toespeling op 2:; θανόντα δεσπόταν γόοις... κατάρξω ik zal het rouwritueel om mijn gestorven heerser met jammerklachten beginnen Eur. Andr. 1199; met nom. en ptc. beginnen, de eerste zijn:; κατῆρχεν... ἀναπηδῶν hij was de eerste die zijn paard besteeg Xen. Cyr. 1.4.4; τύχῃ ἀγαθῇ καταρχέτω laat hij onder goed gesternte beginnen Plat. Smp. 177e; ook med. een begin maken met, met gen.:; ἐχθρᾶς θ’ ἡμέρας κατάρχεται het (mindere) is het begin van een dag van vijandschap Eur. Phoen. 540; τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας voor degenen die de tocht begonnen zijn Plat. Phaedr. 256d; met acc.: κ. νόμον een melodie beginnen Eur. Hec. 685; κατάρχεται μέλος het lied begint Eur. HF 750. med., spec. ritueel beginnen met de offerceremonie, met acc.:; Νέστωρ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Nestor begon de plechtigheid met handwassing en het strooien van gerstekorrels Od. 3.445; met gen.:; κ. θυμάτων beginnen met de offers Eur. Phoen. 573; τῶν ἱερών met de riten Dem. 21.114; wijden van het offerdier:; ἤδη τῶν ξένων κατήρξατο; heeft zij de vreemdelingen al ritueel gewijd? Eur. IT 1154; μὴ κατάρξῃ τοῦ τράγου wijd de bok niet ten offer Aristoph. Av. 959; abs.:; οὐ καταρξάμενος zonder voorbereidende riten Hdt. 4.60.2; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ’ ἄλλοισιν μέλει ik begin de riten, maar het slachten is een taak voor anderen Eur. IT 40; overdr.. σκυτάλην... λαβών... μου κατήρξατο hij nam een stok en wijdde mij in Luc. 32.3.
Russian (Dvoretsky)
κατάρχω:
1 тж. med. класть начало, начинать, приступать (τινός Trag. etc., редко τι Plat.): τίνες κατῆρξαν μάχης; Aesch. кто (первый) начал сражение?; ὁδοῦ κ. Soph. начинать (первым) путь, т. е. идти впереди (кого-л.); οἱ κατηργμένοι τινός Plat. приступившие к чему-л.; δεινοῦ λόγου κατῆρξας Soph. ты начал странную речь; θαυμαστόν τινα κατῆρχε λόγον Plat. (он) завел какую-то диковинную речь; αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Xen. (Кир) первый подавал пример этого; κατάρχεσθαι στεναγμόν Eur. поднимать вопль;
2 культ., med. приступать к жертвоприношению, начинать обряд: Νέστωρ χέρνιβά τ᾽ οὐλοχύτας τε κατήρχετο Hom. Нестор начал омовение рук и осыпание (жертвы) ячменем, т. е. приступил к жертвоприношению; ἐπεὶ αὐτοῦ πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Her. когда (египтяне) приступили к тому, чтобы принести его в жертву; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ᾽ ἄλλοισιν μέλει Eur. я начинаю обряд жертвоприношения, заклание же (жертвы) - дело других;
3 med. приносить в жертву, закалывать (τοῦ τράγου Arph.): κατάρχεσθαι ξίφει Eur. закалывать (жертву) мечом; κατάρξασθαι θυμάτων Eur. совершить жертвоприношения;
4 med. посвящать: ᾗ σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. (богиня), которой посвящена ты (досл. твое тело);
5 med., ирон. дубасить, бить, колотить: σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc. взяв дубину, он отделал меня;
6 med. убивать, умерщвлять (ἅπαντας Plut.).
English (Slater)
κατάρχω begin σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2. 8.
Greek Monolingual
(AM κατάρχω)
(ενεργ. και μέσ.) κάνω αρχή, αρχίζω (α. «τίνες κατῆρξαν, πότερον Ἕλληνες μάχης;», Αισχύλ.
β. «κατῆρχεν ἤδη ἀναπηδῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους», Ξεν. γ. «κατάρχομαι νόμον βακχεῖον», Ευρ.)
μσν.-αρχ.
εξουσιάζω, κυβερνώ
αρχ.
1. οδηγώ, δείχνω τον δρόμο, πηγαίνω μπροστά («ὁδοῦ κατάρχειν τῆς ἐκεῖ», Σοφ.)
2. τιμωρῶ
3. τιμώ («θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω», Ευρ.)
4. μέσ. κατάρχομαι
α) αρχίζω τις τελετές της θυσίας, καθαγιάζω το θύμα («Νέστωρ χέρνιβά τ' ούλοχύτας τε κατήρχετο», Ομ. Οδ.)
β) αρχίζω να χτυπώ κάποιον («σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο», Λουκιαν.)
γ. θυσιάζω, σφάζω («στείχω δ' ἐπ' αὐτήν, ώς κατάρξωμαι ξίφει», Ευρ.).
Greek Monotonic
κατάρχω: μέλ. -ξω,
I. 1. κάνω έναρξη ενός πράγματος, με γεν., σε Αισχύλ.· ὁδοῦ κατάρχειν, οδηγώ το δρόμο, δείχνω το δρόμο, σε Σοφ.· σπανίως με αιτ., ξεκινώ κάτι, σε Πλάτ.· με μτχ., ξεκινώ να κάνω, σε Ξεν.
2. τιμώ, σε Ευρ.
II. Μέσ.,
1. κάνω ξεκίνημα, αρχίζω, ξεκινώ, όπως το Ενεργ., με γεν., στον ίδ., σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., κατάρχεται μέλος, ξεκινά, στον ίδ. 2. α) με θρησκευτική σημασία, ξεκινώ τις θυσιαστήριες τελετές, Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ο Νέστορας ξεκίνησε (τη θυσία) με το πλύσιμο των χεριών και το ράντισμα του κριθαριού στο κεφάλι του θύματος, σε Ομήρ. Οδ.· κατάρχομαι, ξεκινώ τη λειτουργία, σε Ευρ.· με γεν., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου, προετοιμάζω το θύμα, δηλ. το καθαγιάζω για τη θυσία με το να κόψω τα μαλλιά από το μέτωπό του, σε Αριστοφ.· πῶς δ' αὖ κατάρξει θυμάτων; σε Ευρ. β) θυσιάζω, σφαγιάζω, στον ίδ. — Παθ., σὸν κατῆρκται σῶμα, έχει αφιερωθεί, στον ίδ. γ) αλλά, χτυπώ, πλήττω, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρχω: μέλλ. -ξω, κάμνω ἀρχὴν πράγματός τινος, μετὰ γεν. δίδω πρῶτος τὸ παράδειγμα, τίνες κατῆρξαν… μάχης; Αἰσχύλ. Πέρσ. 351· ὁδοῦ κατάρχειν, ἡγεῖσθαι τῆς ὁδοῦ, ὑπάγω ἐμπρὸς καὶ δεικνύω τὸν ἀριθμόν, Σοφ. Ο. Κ. 1019· δεινοῦ λόγου ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1135· λόγων χρησίμων Ἀριστοφ. Λυσ. 638· δίκαιος, ἔφη, σὺ ἡγεῖσθαι· σὺ γὰρ καὶ κατάρχεις τοῦ λόγου Πλάτ. Πρωτ. 351Ε· κατῆρξε μὲν Κῦρος τούτου, διαμένει δὲ ἔτι καὶ νῦν Ξεν. Κύρ. 8. 27· κ. τοῦ πολέμου Πλουτ. Θησ. 19· πολλῶν κακῶν Εὐρ. Φοίν. 1576· κ. ὁ κορυφαῖος, συνεπηχεῖ δὲ πᾶς ὁ χορὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 6.·- σπανίως μετ’ αἰτ., ἀρχίζω τι, θαυμαστόν τινα λόγον Πλάτ. Εὐθύδ. 283Ε·- μετὰ μετοχ., ἀρχίζω νὰ πράττω, τι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4., 4. 5, 58·- ἀπόλ., Πλάτ. Συμπ. 177Ε, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 20. 2) τιμῶ, θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω Εὐρ. Ἀνδρ. 1199 (ἐν σχέσει πρὸς τὴν θρησκευτικὴν σημασίαν, κατωτ. ΙΙ. 2). ΙΙ. Μέσ., ἀρχίζω, ὡς τὸ ἐνεργ., μετὰ γεν., ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Εὐρ. Φοίν. 540· τῆς πορείας Πλάτ. Φαῖδρ. 256D· τοῦ λόγου Πλούτ. 2. 151Ε, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. κ. νόμον, στεναγμὸν Εὐρ. Ἑκάβ. 685, Ὀρ. 960· καὶ ἄνευ πτώσεως, κατάρχεται μέλος, ἀρχίζει, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 750, πρβλ. 888. 2) ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασ., ἀρχίζω τὰς τῆς θυσίας τελετάς, καθαγιάζω τὸ θῦμα, εὐλογῶ καὶ προορίζω διὰ τὴν θυσίαν, Νέστωρ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, ὁ Νέστωρ ἤρχιζε τὴν θυσίαν νίπτων τὰς χεῖράς του καὶ ἐπιρραντίζων διὰ τῆς χονδροαλεσμένης κριθῆς τὴν κεφαλὴν τοῦ θύματος, Ὀδ. Γ. 445 (οὐδαμοῦ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ.), πρβλ. Ἡρόδ. 4. 60, 103· πρβλ. Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ι. Τ. 40 κατάρχομαι οὐλοχύτας·- κατάρχομαι μέν, σφάγια δ’ ἄλλοισιν μέλει, ἀρχίζω τὴν τελετήν, ἀφιερῶ τὸ θῦμα εἰς τὸν θεόν, ἀλλ’ ἀφίνω τὴν σφαγὴν τοῦ θύματος εἰς ἄλλους·- ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. Διον. Ἁλ. 2. 25· κ. καὶ καθιερῶσαι Πλουτ. Θεμ. 13· πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 800, ἑξ.·- μετὰ γεν., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου, κάμνω ἀρχὴν τοῦ θύματος, δηλ. καθιερῶ αὐτὸ ἀποκόπτων τὰς τρίχας τοῦ μετώπου του καὶ ῥίπτων αὐτὰς εἰς τὸ τῆς θυσίας πῦρ ὡς ἀπαρχήν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 959· ἐπεὶ δὲ αὐτοῦ (ἐνν. Ἡρακλέος) τῷ βωμῷ κατάρχοντο Ἡρόδ. 2. 45· πῶς δ’ αὖ κατάρξει θυμάτων; Εὐρ. Φοίν. 573 (οὕτως ὁ Valck. ἀντὶ -εις, ἴδε κατωτ.), πρβλ. Ι. Τ. 56. 1155· κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν, Λατ. auspicari sacra, Δημ. 552. 40, πρβλ. Ἀνδοκ. 16. 32· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁ Φώτ. 141. 15, «κατάρξασθαι μὲν τῶν τριχῶν, ἀπάρξασθαι δὲ τῶν σπλάγχνων» Ἡσύχ.· κατάρξασθαι τοῦ ἱερείου, τῶν τριχῶν ἀποσπάσαι· καί, στείχω ἐπ’ αὐτήν, ὡς κατάρξωμαι ξίφει Εὐρ. Ἄλκ. 75, ἔνθα ὁ Σχολ. «ἵνα ἀπαρχὴν τῶν τριχῶν λάβω, ὡς ἔθους ὄντος τὸν θάνατον τοῦ μέλλοντος ἀποθνήσκειν τὴν κόμην τέμνειν», (πρβλ. Ἠλέκτρ. 810, ἐκ κανοῦ δ’ ἑλὼν Αἴγισθος σφαγίδα, μοσχείαν τρίχα τεμὼν ἐφ’ ἁγνὸν πῦρ ἔθηκε δεξιᾷ)·― ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ Παθ., ᾗ θεᾷ σὸν κατῆρκτε σῶμα, ἔχει καθιερωθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 601· ὥσπερ ἐν τελετῇ κατηργμένης τῆς φιλοσοφίας αὐτοῦ, ὡς ἐὰν εἶχεν εἰσαγάγῃ αὐτὸν εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἠθ. 47Α. β) θυσιάζω, σφάζω, ὡς τὸ Λατ. immolare, φασγάνῳ Εὐρ. Ἠλ. 1222. γ) ὡσαύτως ἁπλῶς, πλήττω, διὰ τοῦ πελέκεως, ὡς συνηθίζουσιν οἱ σφάζοντες τὰ ἱερεῖα (πρβλ. καθικνεῖσθαι), Πλουτ. Καῖσ. 66· σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο, λαβὼν ῥάβδον μὲ ἐκτύπησε δυνατά, ὡς ἐὰν ἤμην ἱερεῖον θυσιαζόμενον, Λουκ. Ἐνύπν. 3. δ) μεταγεν. συγγραφεῖς (ὡς ὁ Ἡλιόδ. 2. 34, 35., 10. 9), μετεχειρίζοντο τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, ἴδε Valck. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., διοικῶ, κυβερνῶ, μετὰ γεν., Ἀλκίφρων 3. 44· κατάρχοντο Ἰων. κατήρχοντο Ἡρόδ.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to make beginning of a thing, c. gen., Aesch.; ὁδοῦ κατάρχειν to lead the way, Soph.:— rarely c. acc. to begin a thing, Plat.:—c. part. to begin doing, Xen.
2. to honour, Eur.
II. Mid. to make a beginning, to begin, like Act., c. gen., Eur., Plat.; also c. acc., Eur.: absol., κατάρχεται μέλος is beginning, Eur.
2. in religious sense, to begin the sacrificial ceremonies, Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο Nestor began [the sacrifice with the washing of hands and sprinkling the barley on the victim's head, Od.; κατάρχομαι I begin the function, Eur.:—c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου to make a beginning of the victim, i. e. consecrate him for sacrifice by cutting off the hair of his forehead, Ar.; πῶς δ' αὖ κατάρξει θυμάτων; Eur.
b. to sacrifice, slay, Eur.:—Pass., σὸν κατῆρκται σῶμα hath been devoted, Eur.
c. simply, to strike, Plut.