Anonymous

κοπίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> couteau de sacrifice <i>ou</i> de cuisine;<br /><b>2</b> épée courte et tranchante des Orientaux.<br />'''Étymologie:''' R. Κοπ, v. [[κόπτω]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> couteau de sacrifice <i>ou</i> de cuisine;<br /><b>2</b> épée courte et tranchante des Orientaux.<br />'''Étymologie:''' R. Κοπ, v. [[κόπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κοπίς''': -ίδος, ἡ, ([[κόπτω]]) [[μάχαιρα]] ἀξινοειδὴς τοῦ μαγειρείου, Τουρκ. «σατῆρι», Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 184, κτλ., πρβλ. [[θήγω]] ΙΙ· [[πλατεῖα]] κυρτὴ [[μάχαιρα]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς, Εὐρ. Ἑλ. 837· καὶ παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς ἔθνεσι, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9., 6. 2, 10 (πρβλ. [[σάγαρις]])· [[ὡσαύτως]], κ. [[μάχαιρα]] Εὐρ. Κύκλ. 241· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 602, ἴδε [[καταμάω]]· ― ὁ Δημ. συνείθιζε νὰ καλῇ τὸν Φωκίωνα ἡ τῶν ἐμῶν λόγων [[κοπίς]], Πλουτ. Φωκ. 5. ΙΙ. κέντροιο κ., τὸ [[κέντρον]] σκορπίου, Νικ. Θηρ. 780. ΙΙ. παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, [[ἑστίασις]] τῶν ξένων κατά τινας ἑορτάς, ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1, Εὔπολ, ἐν «Εἵλωσιν» 1, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 7.
|elnltext=κοπίς -ίδος, ἡ [κόπτω] (groot) mes:; μαγειρικῇ κοπίδι πληγεὶς ἀπέθανε hij stierf door een steek met een keukenmes Plut. Lyc. 2.6; adj.: κοπίδας... μαχαίρας hakmessen Eur. Cycl. 241. zwaard, sabel ( spec. Perzisch); overdr.: ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν daar is de sabel van mijn redevoeringen (nl. Phocion) Plut. Phoc. 5.9.
}}
{{elru
|elrutext='''κοπίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> [[нож]] ([[μαγειρική]] Plut.; φονία Anth.): κ. [[μάχαιρα]] Eur. = [[μάχαιρα]];<br /><b class="num">2)</b> [[сабля]] (преимущ. персидская) Xen., Plut., Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κοπίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κόπτω]]), μπαλντάς, [[τσεκούρι]], [[χαντζάρα]], μεγάλο κυρτό [[μαχαίρι]], σε Ευρ., Ξεν.
|lsmtext='''κοπίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[κόπτω]]), μπαλντάς, [[τσεκούρι]], [[χαντζάρα]], μεγάλο κυρτό [[μαχαίρι]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κοπίς:''' ίδος ἡ<b class="num">1)</b> [[нож]] ([[μαγειρική]] Plut.; φονία Anth.): κ. [[μάχαιρα]] Eur. = [[μάχαιρα]];<br /><b class="num">2)</b> [[сабля]] (преимущ. персидская) Xen., Plut., Anth.
|lstext='''κοπίς''': -ίδος, , ([[κόπτω]]) [[μάχαιρα]] ἀξινοειδὴς τοῦ μαγειρείου, Τουρκ. «σατῆρι», Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 184, κτλ., πρβλ. [[θήγω]] ΙΙ· [[πλατεῖα]] κυρτὴ [[μάχαιρα]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς, Εὐρ. Ἑλ. 837· καὶ παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς ἔθνεσι, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9., 6. 2, 10 (πρβλ. [[σάγαρις]])· [[ὡσαύτως]], κ. [[μάχαιρα]] Εὐρ. Κύκλ. 241· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 602, ἴδε [[καταμάω]]· ― ὁ Δημ. συνείθιζε νὰ καλῇ τὸν Φωκίωνα ἡ τῶν ἐμῶν λόγων [[κοπίς]], Πλουτ. Φωκ. 5. ΙΙ. κέντροιο κ., τὸ [[κέντρον]] σκορπίου, Νικ. Θηρ. 780. ΙΙ. παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, [[ἑστίασις]] τῶν ξένων κατά τινας ἑορτάς, ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1, Εὔπολ, ἐν «Εἵλωσιν» 1, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 7.
}}
{{elnl
|elnltext=κοπίς -ίδος, [κόπτω] (groot) mes:; μαγειρικῇ κοπίδι πληγεὶς ἀπέθανε hij stierf door een steek met een keukenmes Plut. Lyc. 2.6; adj.: κοπίδας... μαχαίρας hakmessen Eur. Cycl. 241. zwaard, sabel ( spec. Perzisch); overdr.: ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν daar is de sabel van mijn redevoeringen (nl. Phocion) Plut. Phoc. 5.9.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj