πένομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> accomplir un travail pénible, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> travailler péniblement ; πένεσθαι περὶ [[δεῖπνον]] OD être occupé pour un repas, le préparer;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> exécuter, accomplir, préparer <i>en parl. d'un travail matériel</i> : πένεσθαι δαῖτα OD préparer un repas;<br /><b>II.</b> être pauvre ; avec un gén. : manquer <i>ou</i> avoir besoin de.<br />'''Étymologie:''' R. Σπεν &gt; Πεν, travailler péniblement ; cf. <i>lat.</i> penu.
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>I.</b> accomplir un travail pénible, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> travailler péniblement ; πένεσθαι περὶ [[δεῖπνον]] OD être occupé pour un repas, le préparer;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> exécuter, accomplir, préparer <i>en parl. d'un travail matériel</i> : πένεσθαι δαῖτα OD préparer un repas;<br /><b>II.</b> être pauvre ; avec un gén. : manquer <i>ou</i> avoir besoin de.<br />'''Étymologie:''' R. Σπεν &gt; Πεν, travailler péniblement ; cf. <i>lat.</i> penu.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πένομαι''': ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (ἴδε ἐν τέλ.) Ι. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]] πρὸς ἐξοικονόμησιν τοῦ καθημερινοῦ ἄρτου μου· [[καθόλου]], [[ἐργάζομαι]], μοχθῶ, ἀμφίπολοι …, ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Οδ. Κ. 348· περὶ [[δεῖπνον]] ἐνὶ μεγάροισι π., μετ’ ἐπιμελείας ἠσχολοῦντο παρασκευάζουσαι τὸ [[δεῖπνον]], Δ. 624· ἀμφ’ αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Ἰλ. Ω. 124· [[ἐντεῦθεν]] μεθ’ Ὅμ., 2) εἶμαι [[πένης]], διατελῶ ἐν ἐνδείᾳ, Σόλων 16, Εὐρ. Ἑκ. 1220, Θουκ. 2. 40, κτλ.· πλουσία ἢ πενομένη [[πόλις]] Πλάτ. Πολ. 577Ε· πλουτοῦντες ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 293Α· π. καὶ κάμνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 477D. 3) εἶμαι [[πένης]] κατά τι, [[ἐνδεής]] τινος, τῶν σοφῶν (δηλ. τῆς σοφίας) Αἰσχύλ. Εὐμ. 431, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 210· πάντων Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 48· ― μετ’ αἰτ., χρήματα Θεμίστ. 22Β. ΙΙ. μεταβ., [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, [[παρασκευάζω]] τι, [[ἑτοιμάζω]], δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Ὀδ. Β. 322, πρβλ. Γ. 428, κτλ.· ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 771· ὁππότε κεν δὴ [[ταῦτα]] πενώμεθα, [[ὅταν]] εἰς [[ταῦτα]] ἀσχολώμεθα, Ὀδ. Ν. 394· τί σε χρὴ [[ταῦτα]] πένεσθαι Ω 407, πρβλ. Ἰλ. Τ. 200· ἴδε ἐν λέξ. [[διαλλαγή]]. ― Περὶ τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ [[πένομαι]], [[πενία]], πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστοφ. Πλ. 551 κἑξ. (Πρβλ. [[πένης]], [[πενία]], [[πενιχρός]],· [[πενέστης]], [[πόνος]], [[πονηρός]], [[πεῖνα]], καὶ [[ἴσως]] ἠπανία· Λατ. penuria, ἀλλ’ οἱ τύποι σπάνις, σπανία, κτλ., φαίνονται δηλοῦντες ὅτι ἡ πρώτη [[ῥίζα]] ἦτο ΣΠΑΝ, [[ὥστε]] τὸ [[πένομαι]] δυνατὸν νὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς τὸ αὐτὸ καὶ τὸ Γοτθ. spinnan (νήθειν), Ἀγγλο-Σαξον. spannan, κτλ.).
|elnltext=πένομαι [~ πόνος] alleen praes., imperf. ἐπενόμην, ep. 3 sing. πένετο, 3 plur. πένοντο met acc. gereedmaken, voorbereiden:. δαῖτα de maaltijd Od. 2.322. intrans. hard werken, bezig zijn:. περὶ δεῖπνον met de maaltijd Od. 4.624. arm zijn; gebrek hebben aan, met gen.: τῶν σοφῶν γὰρ οὐ πένῃ aan wijsheid heeft u geen gebrek Aeschl. Eum. 431.
}}
{{elru
|elrutext='''πένομαι:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> [[трудиться]], [[заниматься]], [[хлопотать]] (περὶ [[δεῖπνον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[делать]], [[готовить]], [[приготовлять]] (δαῖτα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[исполнять]], [[совершать]] (ἔργα Hes.): [[ὁππότε]] κεν δὴ [[ταῦτα]] πενώμεθα Hom. когда мы приступим к этому;<br /><b class="num">4)</b> [[быть бедным]], [[бедствовать]], [[нуждаться]]: πλουτοῦντες ἢ πενόμενοι Plat. богатые или бедные;<br /><b class="num">5)</b> [[не иметь]], [[быть лишенным]] (τινος Aesch., Eur.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πένομαι:''' αποθ., χρησιμ. στον ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[δουλεύω]] για το καθημερινό [[ψωμί]] μου, για τον επιούσιο· γενικά, [[μοχθώ]], [[δουλεύω]], [[κοπιάζω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[φτωχός]] ή [[πάμφτωχος]], σε Σόλωνα, Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., είμαι [[φτωχός]] από, έχω [[ανάγκη]], έχω [[έλλειψη]], [[χρειάζομαι]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δουλεύω]], [[επεξεργάζομαι]], [[προετοιμάζω]], [[ετοιμάζω]], <i>δαῖτα πένοντο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τί σε χρὴ [[ταῦτα]] πένεσθαι, στο ίδ.
|lsmtext='''πένομαι:''' αποθ., χρησιμ. στον ενεστ. και παρατ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[δουλεύω]] για το καθημερινό [[ψωμί]] μου, για τον επιούσιο· γενικά, [[μοχθώ]], [[δουλεύω]], [[κοπιάζω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[φτωχός]] ή [[πάμφτωχος]], σε Σόλωνα, Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν., είμαι [[φτωχός]] από, έχω [[ανάγκη]], έχω [[έλλειψη]], [[χρειάζομαι]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., [[δουλεύω]], [[επεξεργάζομαι]], [[προετοιμάζω]], [[ετοιμάζω]], <i>δαῖτα πένοντο</i>, σε Ομήρ. Οδ.· τί σε χρὴ [[ταῦτα]] πένεσθαι, στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πένομαι:''' (только praes. и impf.)<br /><b class="num">1)</b> [[трудиться]], [[заниматься]], [[хлопотать]] (περὶ [[δεῖπνον]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[делать]], [[готовить]], [[приготовлять]] (δαῖτα Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[исполнять]], [[совершать]] (ἔργα Hes.): [[ὁππότε]] κεν δὴ [[ταῦτα]] πενώμεθα Hom. когда мы приступим к этому;<br /><b class="num">4)</b> [[быть бедным]], [[бедствовать]], [[нуждаться]]: πλουτοῦντες ἢ πενόμενοι Plat. богатые или бедные;<br /><b class="num">5)</b> [[не иметь]], [[быть лишенным]] (τινος Aesch., Eur.).
|lstext='''πένομαι''': ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (ἴδε ἐν τέλ.) Ι. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]] πρὸς ἐξοικονόμησιν τοῦ καθημερινοῦ ἄρτου μου· [[καθόλου]], [[ἐργάζομαι]], μοχθῶ, ἀμφίπολοι …, ἐνὶ μεγάροισι πένοντο Οδ. Κ. 348· περὶ [[δεῖπνον]] ἐνὶ μεγάροισι π., μετ’ ἐπιμελείας ἠσχολοῦντο παρασκευάζουσαι τὸ [[δεῖπνον]], Δ. 624· ἀμφ’ αὐτὸν ἑταῖροι ἐσσυμένως ἐπένοντο Ἰλ. Ω. 124· [[ἐντεῦθεν]] μεθ’ Ὅμ., 2) εἶμαι [[πένης]], διατελῶ ἐν ἐνδείᾳ, Σόλων 16, Εὐρ. Ἑκ. 1220, Θουκ. 2. 40, κτλ.· πλουσία ἢ πενομένη [[πόλις]] Πλάτ. Πολ. 577Ε· πλουτοῦντες ἢ π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 293Α· π. καὶ κάμνειν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 477D. 3) εἶμαι [[πένης]] κατά τι, [[ἐνδεής]] τινος, τῶν σοφῶν (δηλ. τῆς σοφίας) Αἰσχύλ. Εὐμ. 431, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 210· πάντων Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 48· ― μετ’ αἰτ., χρήματα Θεμίστ. 22Β. ΙΙ. μεταβ., [[ἐργάζομαι]] εἴς τι, [[παρασκευάζω]] τι, [[ἑτοιμάζω]], δόμον κάτα δαῖτα πένοντο Ὀδ. Β. 322, πρβλ. Γ. 428, κτλ.· ἔργα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 771· ὁππότε κεν δὴ [[ταῦτα]] πενώμεθα, [[ὅταν]] εἰς [[ταῦτα]] ἀσχολώμεθα, Ὀδ. Ν. 394· τί σε χρὴ [[ταῦτα]] πένεσθαι Ω 407, πρβλ. Ἰλ. Τ. 200· ἴδε ἐν λέξ. [[διαλλαγή]]. ― Περὶ τῆς ἀκριβοῦς σημασίας τοῦ [[πένομαι]], [[πενία]], πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστοφ. Πλ. 551 κἑξ. (Πρβλ. [[πένης]], [[πενία]], [[πενιχρός]],· [[πενέστης]], [[πόνος]], [[πονηρός]], [[πεῖνα]], καὶ [[ἴσως]] ἠπανία· Λατ. penuria, ἀλλ’ οἱ τύποι σπάνις, σπανία, κτλ., φαίνονται δηλοῦντες ὅτι ἡ πρώτη [[ῥίζα]] ἦτο ΣΠΑΝ, [[ὥστε]] τὸ [[πένομαι]] δυνατὸν νὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς τὸ αὐτὸ καὶ τὸ Γοτθ. spinnan (νήθειν), Ἀγγλο-Σαξον. spannan, κτλ.).
}}
{{elnl
|elnltext=πένομαι [~ πόνος] alleen praes., imperf. ἐπενόμην, ep. 3 sing. πένετο, 3 plur. πένοντο met acc. gereedmaken, voorbereiden:. δαῖτα de maaltijd Od. 2.322. intrans. hard werken, bezig zijn:. περὶ δεῖπνον met de maaltijd Od. 4.624. arm zijn; gebrek hebben aan, met gen.: τῶν σοφῶν γὰρ οὐ πένῃ aan wijsheid heeft u geen gebrek Aeschl. Eum. 431.
}}
}}
{{etym
{{etym