περίφρων: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> très prudent, très sage;<br /><b>2</b> qui méprise <i>ou</i> dédaigne ; <i>abs.</i> fier, arrogant, présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φρήν]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> très prudent, très sage;<br /><b>2</b> qui méprise <i>ou</i> dédaigne ; <i>abs.</i> fier, arrogant, présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φρήν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ˙ κλητ. περίφρον, περίφρον [[Πηνελόπεια]] Ὀδ. Π. 435, κτλ., ἀλλ’ ὡς ἡ ὀνομ., Περίφρων Εὐρύκλεια Τ. 357., Φ. 381˙ ([[φρήν]])˙ ― περιὼν τῶν ἄλλων κατὰ τὸ φρονεῖν, [[συνετός]], συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐπὶ ἄλλων ὀνομαστῶν γυναικῶν, Ὀδ. Λ. 334, Τ. 357, ἐν δὲ τῇ Ἰλ. μόνον [[ἅπαξ]], Ε. 412˙ ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 297, 313˙ τέκνα Ἡσ. Θεογ. 894˙ [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], θήρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 205. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑπέρφρων]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπεροπτικός]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740˙ οὕτω, περίφρονα δ’ ἔλακες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1426. 2) μετὰ γεν., ὁ περιφρονῶν τι, Ἀνθ. Π. 8. 29, Ἰωσήπ. Μακκ. 8, ἐν τέλ.
|elnltext=περίφρων -ον, gen. -ονος [περί, φρήν] vocat. περίφρον en περίφρων zeer verstandig:. περίφρον Πηνελόπεια verstandige Penelope Od. 16.435. trots, hoogmoedig:. περίφρονα δ’ ἔλακες jij sprak woorden vol trots Aeschl. Ag. 1426.
}}
{{elru
|elrutext='''περίφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[рассудительный]], [[разумный]] ([[Πηνελόπεια]] Hom.; [[Ἣφαιστος]] HH);<br /><b class="num">2)</b> [[высокомерный]], [[надменный]] (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[φυσίφρων]]);<br /><b class="num">3)</b> [[презирающий]] (κόσμοιο π. Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. <i>περίφρον</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], [[συνετός]], λέγεται για την [[Πηνελόπη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[ὑπέρφρων]], [[υπερόπτης]], [[υπερήφανος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''περίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. <i>περίφρον</i> ([[φρήν]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πολύ]] [[σκεπτικός]], [[πολύ]] [[προσεκτικός]], [[συνετός]], λέγεται για την [[Πηνελόπη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως [[ὑπέρφρων]], [[υπερόπτης]], [[υπερήφανος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που περιφρονεί [[κάτι]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίφρων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[рассудительный]], [[разумный]] ([[Πηνελόπεια]] Hom.; [[Ἣφαιστος]] HH);<br /><b class="num">2)</b> [[высокомерный]], [[надменный]] (Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[φυσίφρων]]);<br /><b class="num">3)</b> [[презирающий]] (κόσμοιο π. Anth.).
|lstext='''περίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ˙ κλητ. περίφρον, περίφρον [[Πηνελόπεια]] Ὀδ. Π. 435, κτλ., ἀλλ’ ὡς ἡ ὀνομ., Περίφρων Εὐρύκλεια Τ. 357., Φ. 381˙ ([[φρήν]])˙ ― περιὼν τῶν ἄλλων κατὰ τὸ φρονεῖν, [[συνετός]], συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐπὶ ἄλλων ὀνομαστῶν γυναικῶν, Ὀδ. Λ. 334, Τ. 357, ἐν δὲ τῇ Ἰλ. μόνον [[ἅπαξ]], Ε. 412˙ ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 297, 313˙ τέκνα Ἡσ. Θεογ. 894˙ [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], θήρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 205. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑπέρφρων]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπεροπτικός]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740˙ οὕτω, περίφρονα δ’ ἔλακες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1426. 2) μετὰ γεν., ὁ περιφρονῶν τι, Ἀνθ. Π. 8. 29, Ἰωσήπ. Μακκ. 8, ἐν τέλ.
}}
{{elnl
|elnltext=περίφρων -ον, gen. -ονος [περί, φρήν] vocat. περίφρον en περίφρων zeer verstandig:. περίφρον Πηνελόπεια verstandige Penelope Od. 16.435. trots, hoogmoedig:. περίφρονα δ’ ἔλακες jij sprak woorden vol trots Aeschl. Ag. 1426.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br /><b class="num">I.</b> [[very]] [[thoughtful]], [[very]] [[careful]], [[notable]], of [[Penelope]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> like [[ὑπέρφρων]], [[haughty]], [[over]]-weening, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. despising a [[thing]], Anth.
|mdlsjtxt=[[περί]]-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br /><b class="num">I.</b> [[very]] [[thoughtful]], [[very]] [[careful]], [[notable]], of [[Penelope]], Hom.<br /><b class="num">II.</b> like [[ὑπέρφρων]], [[haughty]], [[over]]-weening, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> c. gen. despising a [[thing]], Anth.
}}
}}