περίφρων
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
-ονος, ὁ, ἡ, voc. περίφρον
A Od.16.435, etc., but = nom., 19.357, 21.381: (φρήν):—very thoughtful, very careful, freq. in Od. of Penelope, 16.435,al.; of other women, 11.345,19.357, once in Il., 5.412, Theoc.3.45; also of Hephaestus, first in Hes.Sc.297, 313; τέκνα Id.Th.894; artful, crafty, θήρη Opp.H.3.205.
II haughty, overweening, A.Supp.757 (lyr.); περίφρονα δ' ἔλακες Id.Ag.1426 (lyr.).
2 c. gen., despising, τῶν παθῶν LXX 4 Ma.8.28.
German (Pape)
[Seite 600] ον, sehr bedächtig, verständig; in der Od. ist das Wort häufig, als Beiwort der Penelope, u. 11, 345 der Königinn der Phäaken, wie 19, 357 der Eurykleia. In der Il. kommt es nur einmal vor, 5, 412, auch von einer Frau. – Ἥφαιστος Hes. sc. 297; τέκνα Th. 894; – περίφρονες δ' ἄγαν ἀνιέρῳ μένει Aesch. Suppl. 738; περίφρονα δ' ἔλακες Ag. 1401, übermütig. Einzeln auch in späterer Prosa.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 très prudent, très sage;
2 qui méprise ou dédaigne ; abs. fier, arrogant, présomptueux.
Étymologie: περί, φρήν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίφρων -ον, gen. -ονος [περί, φρήν] vocat. περίφρον en περίφρων zeer verstandig:. περίφρον Πηνελόπεια verstandige Penelope Od. 16.435. trots, hoogmoedig:. περίφρονα δ’ ἔλακες jij sprak woorden vol trots Aeschl. Ag. 1426.
Russian (Dvoretsky)
περίφρων: 2, gen. ονος
1 рассудительный, разумный (Πηνελόπεια Hom.; Ἣφαιστος HH);
2 высокомерный, надменный (Aesch. - v.l. φυσίφρων);
3 презирающий (κόσμοιο π. Anth.).
English (Autenrieth)
ον: very thoughtful or prudent.
Greek Monolingual
ο, η, ΜΑ
συνετός, φρόνιμος
αρχ.
1. δόλιος, πανούργος
2. αυτός που περιφρονεί κάτι («περίφρονες τῶν παθῶν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. παρά-φρων].
Greek Monotonic
περίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, κλητ. περίφρον (φρήν)·
I. πολύ σκεπτικός, πολύ προσεκτικός, συνετός, λέγεται για την Πηνελόπη, σε Όμηρ.
II. 1. όπως ὑπέρφρων, υπερόπτης, υπερήφανος, σε Αισχύλ.
2. με γεν., αυτός που περιφρονεί κάτι, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
περίφρων: -ονος, ὁ, ἡ˙ κλητ. περίφρον, περίφρον Πηνελόπεια Ὀδ. Π. 435, κτλ., ἀλλ’ ὡς ἡ ὀνομ., Περίφρων Εὐρύκλεια Τ. 357., Φ. 381˙ (φρήν)˙ ― περιὼν τῶν ἄλλων κατὰ τὸ φρονεῖν, συνετός, συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐπὶ ἄλλων ὀνομαστῶν γυναικῶν, Ὀδ. Λ. 334, Τ. 357, ἐν δὲ τῇ Ἰλ. μόνον ἅπαξ, Ε. 412˙ ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 297, 313˙ τέκνα Ἡσ. Θεογ. 894˙ δόλιος, πανοῦργος, θήρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 205. ΙΙ. ὡς τὸ ὑπέρφρων, ὑπερήφανος, ὑπεροπτικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740˙ οὕτω, περίφρονα δ’ ἔλακες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1426. 2) μετὰ γεν., ὁ περιφρονῶν τι, Ἀνθ. Π. 8. 29, Ἰωσήπ. Μακκ. 8, ἐν τέλ.
Middle Liddell
περί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
I. very thoughtful, very careful, notable, of Penelope, Hom.
II. like ὑπέρφρων, haughty, over-weening, Aesch.
2. c. gen. despising a thing, Anth.