πλεκτός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> tressé, entrelacé;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> ajusté, assemblé;<br /><b>II.</b> ἡ [[πλεκτή]] :<br /><b>1</b> corde, câble;<br /><b>2</b> enroulement <i>ou</i> replis d'un serpent.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πλέκω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> tressé, entrelacé;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> ajusté, assemblé;<br /><b>II.</b> ἡ [[πλεκτή]] :<br /><b>1</b> corde, câble;<br /><b>2</b> enroulement <i>ou</i> replis d'un serpent.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πλέκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλεκτός''': -ή, -όν, ([[πλέκω]]) ὡς καὶ νῦν, τάλαροι Ὀδ. Ι. 247· [[ἀναδέσμη]] Χ. 175· σειρὴ Ἰλ. Χ. 469· ἅρματα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· οὕτω παρ’ Ἀττ., π. στέγαι, οἰκήματα ἐκ πλεγμάτων, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 709· ἀρτάναι, ἐῶραι Σοφ. Ἀντ. 54, Ο. Τ. 1264· πλ. [[κύτος]] Εὐρ. Ἴων 37· [[κανίσκιον]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208· πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]], ἡ πλεκτὴ [[ἐργασία]] τῆς Αἰγ., δηλ. σχοινία ἐκ βύβλου, Εὐρ. Τρῳ. 128· βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι, τραγικὴ [[φράσις]] ἐν Ξενάρχου «Βουταλίωνι» 1. 9· σκεύη πλεκτά, τὰ πεπλεγμένα, δηλ. σχοινία, Ξεν. Οἰκ. 8. 12. 2) πεπλεγμένος εἰς στέφανον, [[ἄνθη]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 618· [[στέφανος]] Εὐρ. Ἱππ. 73. 3) ὡς οὐσιαστ., [[πλεκτή]], ἡ, ὅρα τὴν λέξιν.
|elnltext=πλεκτός --όν [πλέκω] adj. gevlochten:. πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν in gevlochten mandjes brachten zij heerlijk fruit Il. 18.568. subst. ἡ πλεκτή (gevlochten) touw; Eur. Tr. 958; net. Plat. Lg. 824a. uitbr. kronkeling:. ἐχίδνης van een adder Aeschl. Ch. 248.
}}
{{elru
|elrutext='''πλεκτός:''' [adj. verb. к [[πλέκω]]<br /><b class="num">1)</b> [[плетеный]] ([[τάλαρος]] Hom.; στέγαι Aesch.; [[κύτος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[витой]], [[крученый]] ([[σειρή]] Hom.): πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]] Eur. египетские канаты;<br /><b class="num">3)</b> [[сплетенный]] ([[στέφανος]] Eur.): [[ἄνθη]] πλεκτά Aesch. гирлянды цветов - см. тж. [[πλεκτή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πλεκτός:''' -ή, -όν ([[πλέκω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλεκτός]], [[στριφτός]], πεπλεγμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>πλεκταὶ στέγαι</i>, οικήματα από πλεγμένα υλικά, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.· πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]], η [[πλεκτή]] [[εργασία]] της Αιγύπτου, δηλ. [[σχοινιά]] από βύβλο, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> πεπλεγμένος, [[στεφανωμένος]], [[ἄνθη]], σε Αισχύλ.· [[στέφανος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πλεκτός:''' -ή, -όν ([[πλέκω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[πλεκτός]], [[στριφτός]], πεπλεγμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>πλεκταὶ στέγαι</i>, οικήματα από πλεγμένα υλικά, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.· πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]], η [[πλεκτή]] [[εργασία]] της Αιγύπτου, δηλ. [[σχοινιά]] από βύβλο, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> πεπλεγμένος, [[στεφανωμένος]], [[ἄνθη]], σε Αισχύλ.· [[στέφανος]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλεκτός:''' [adj. verb. к [[πλέκω]]<br /><b class="num">1)</b> [[плетеный]] ([[τάλαρος]] Hom.; στέγαι Aesch.; [[κύτος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[витой]], [[крученый]] ([[σειρή]] Hom.): πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]] Eur. египетские канаты;<br /><b class="num">3)</b> [[сплетенный]] ([[στέφανος]] Eur.): [[ἄνθη]] πλεκτά Aesch. гирлянды цветов - см. тж. [[πλεκτή]].
|lstext='''πλεκτός''': -ή, -όν, ([[πλέκω]]) ὡς καὶ νῦν, τάλαροι Ὀδ. Ι. 247· [[ἀναδέσμη]] Χ. 175· σειρὴ Ἰλ. Χ. 469· ἅρματα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· οὕτω παρ’ Ἀττ., π. στέγαι, οἰκήματα ἐκ πλεγμάτων, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 709· ἀρτάναι, ἐῶραι Σοφ. Ἀντ. 54, Ο. Τ. 1264· πλ. [[κύτος]] Εὐρ. Ἴων 37· [[κανίσκιον]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208· πλεκτὴ Αἰγύπτου [[παιδεία]], ἡ πλεκτὴ [[ἐργασία]] τῆς Αἰγ., δηλ. σχοινία ἐκ βύβλου, Εὐρ. Τρῳ. 128· βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι, τραγικὴ [[φράσις]] ἐν Ξενάρχου «Βουταλίωνι» 1. 9· σκεύη πλεκτά, τὰ πεπλεγμένα, δηλ. σχοινία, Ξεν. Οἰκ. 8. 12. 2) πεπλεγμένος εἰς στέφανον, [[ἄνθη]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 618· [[στέφανος]] Εὐρ. Ἱππ. 73. 3) ὡς οὐσιαστ., [[πλεκτή]], , ὅρα τὴν λέξιν.
}}
{{elnl
|elnltext=πλεκτός -ή -όν [πλέκω] adj. gevlochten:. πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν in gevlochten mandjes brachten zij heerlijk fruit Il. 18.568. subst. πλεκτή (gevlochten) touw; Eur. Tr. 958; net. Plat. Lg. 824a. uitbr. kronkeling:. ἐχίδνης van een adder Aeschl. Ch. 248.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj