Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλεκτός

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεκτός Medium diacritics: πλεκτός Low diacritics: πλεκτός Capitals: ΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: plektós Transliteration B: plektos Transliteration C: plektos Beta Code: plekto/s

English (LSJ)

πλεκτή, πλεκτόν,
A plaited, twisted, τάλαροι Od.9.247; σειρή 22.175; ἀναδέσμη Il. 22.469; ἅρματα Hes.Sc.63; ὐποθύμιδες Sapph.Supp.23.16; στέφανοι Xenoph.1.2, cf. E.Hipp.73; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, A.Pr.709; ἀρτάναι, αἰῶραι, S.Ant.54, OT1264; κύτος E. Ion37; κανίσκιον Ar.Fr.160; βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι Xenarch.1.9 (paratrag.); σκεύη π. any plaited or twisted instruments, cordage, X. Oec.8.12.
2 wreathed, ἄνθη A.Pers.618.
3 as substantive πλεκτή, ἡ, v. sub voce.
b πλεκτόν, τό, basket, SIG1016.4 (Iasos, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 629] geflochten, gedreht, bes. von Korbgeflechten u. Seilen; πλεκτὴν ἀναδέσμην, Il. 22, 469; σειρή, Od. 22, 175; τάλαροι, 9, 247; ἅρματα, Hes. Sc. 63; ἄνθη τε πλεκτά, Aesch. Pers. 610; στέγαι, Prom. 711; πλεκταῖς ἐώραις, ἀρτάναις, Soph. O. R. 1264 Ant. 54; στέφανος, Eur. Hipp. 73; ἀγκύλας, I. T. 1408, u. öfter, u. Sp. oft, s. πλεκτή.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 tressé, entrelacé;
2 p. anal. ajusté, assemblé;
II.πλεκτή :
1 corde, câble;
2 enroulement ou replis d'un serpent.
Étymologie: adj. verb. de πλέκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεκτός -ή -όν [πλέκω] adj. gevlochten:. πλεκτοῖς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν in gevlochten mandjes brachten zij heerlijk fruit Il. 18.568. subst. ἡ πλεκτή (gevlochten) touw; Eur. Tr. 958; net. Plat. Lg. 824a. uitbr. kronkeling:. ἐχίδνης van een adder Aeschl. Ch. 248.

Russian (Dvoretsky)

πλεκτός: [adj. verb. к πλέκω
1 плетеный (τάλαρος Hom.; στέγαι Aesch.; κύτος Eur.);
2 витой, крученый (σειρή Hom.): πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία Eur. египетские канаты;
3 сплетенный (στέφανος Eur.): ἄνθη πλεκτά Aesch. гирлянды цветов - см. тж. πλεκτή.

English (Autenrieth)

(πλέκω): braided, twisted.

English (Slater)

πλεκτός woven ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν δἰ ἑρκέων (supp. Lobel: i. e. a chain) fr. 169. 26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλεκτός, -ή, -όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν πλέκωΜ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῦν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή
ναυτ. είδος πλέγματος ισχυρότερο από το συνηθισμένο, αλλ. πλεξίδα
2. το ουδ. ως ουσ. το πλεκτό
ένδυμα κατασκευασμένο με πλέξιμο, με ή χωρίς μανίκια
3. φρ. «πλεκτή ομοιοκαταληξία» — μορφή ομοιοκαταληξίας κατά την οποία ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο, ο πέμπτος με τον έβδομο, ο έκτος με τον ὁγδοο
αρχ.
1. αυτός που έχει συστραφεί και, κυρίως για άνθος, ο πλεγμένος σε στέφανο («ἐλάας καρπὸς εἰώδης πάρα, ἄνθη τε πλεκτά», Αισχύλ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) σπείρα («θανόντος ἐν πλεκταῖσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», Αισχύλ.)
β) συνεστραμμένο σχοινί, κάλως, παλαμάρι
γ) πλεκτό καλάθι ή δίχτυ για τα ψάρια, ψαροκόφινο
δ) το πλοκάμι του χταποδιού και άλλων θαλασσινών
ε) η ψάθα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεκτόν
το καλάθι
4. φρ. α) «πλεκταὶ στέγαι»
(σχετικά με τις σκυθικές άμαξες) ψάθινες κατοικίες («οἳ πλεκτὰς στέγας πεδάρσιοι ναίουσ' ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις», Αισχύλ.)
β) «πλεκτά σκεύη» — περιπεπλεγμένα σχοινιά, καραβόσχοινα, παλαμάρια
γ) «πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία» — η πλεκτική τέχνη της Αιγύπτου, δηλαδή η κατασκευή σχοινιών από πάπυρο.

Greek Monotonic

πλεκτός: -ή, -όν (πλέκω),
1. πλεκτός, στριφτός, πεπλεγμένος, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· πλεκταὶ στέγαι, οικήματα από πλεγμένα υλικά, λέγεται για τις Σκυθικές άμαξες, σε Αισχύλ.· πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία, η πλεκτή εργασία της Αιγύπτου, δηλ. σχοινιά από βύβλο, σε Ευρ.
2. πεπλεγμένος, στεφανωμένος, ἄνθη, σε Αισχύλ.· στέφανος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πλεκτός: -ή, -όν, (πλέκω) ὡς καὶ νῦν, τάλαροι Ὀδ. Ι. 247· ἀναδέσμη Χ. 175· σειρὴ Ἰλ. Χ. 469· ἅρματα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· οὕτω παρ’ Ἀττ., π. στέγαι, οἰκήματα ἐκ πλεγμάτων, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 709· ἀρτάναι, ἐῶραι Σοφ. Ἀντ. 54, Ο. Τ. 1264· πλ. κύτος Εὐρ. Ἴων 37· κανίσκιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208· πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία, ἡ πλεκτὴ ἐργασία τῆς Αἰγ., δηλ. σχοινία ἐκ βύβλου, Εὐρ. Τρῳ. 128· βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι, τραγικὴ φράσις ἐν Ξενάρχου «Βουταλίωνι» 1. 9· σκεύη πλεκτά, τὰ πεπλεγμένα, δηλ. σχοινία, Ξεν. Οἰκ. 8. 12. 2) πεπλεγμένος εἰς στέφανον, ἄνθη Αἰσχύλ. Πέρσ. 618· στέφανος Εὐρ. Ἱππ. 73. 3) ὡς οὐσιαστ., πλεκτή, ἡ, ὅρα τὴν λέξιν.

Middle Liddell

πλεκτός, ή, όν πλέκω
1. plaited, twisted, Hom., Hes., etc.; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, Aesch.; πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία the twisted taskwork of Egypt, i. e. ropes of biblus, Eur.
2. wreathed, ἄνθη Aesch.; στέφανος Eur.

English (Woodhouse)

folded, twisted, quilted

⇢ Look up "πλεκτός" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)