3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<b>1</b> se blottir de frayeur ; être épouvanté : [[ὑπό]] τινι IL par qqn ; τινά, s'enfuir avec épouvante devant qqn;<br /><b>2</b> mendier.<br />'''Étymologie:''' R. Πτακ, se blottir ; cf. [[πτωχός]]. | |btext=<b>1</b> se blottir de frayeur ; être épouvanté : [[ὑπό]] τινι IL par qqn ; τινά, s'enfuir avec épouvante devant qqn;<br /><b>2</b> mendier.<br />'''Étymologie:''' R. Πτακ, se blottir ; cf. [[πτωχός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πτώσσω [~ πτήσσω] ep. imperf. πτῶσσον wegduiken, wegkruipen, zich verschuilen, van angst:; ὑπὸ κρημνούς onder rotsen Il. 21.26; ὑφ’ Ἕκτορι voor Hector Il. 7.129; κατὰ λαύρας... πτώσσοντι ze duiken weg in steegjes Pind. P. 8.87; terugdeinzen voor, met acc.: ἀλλήλους π. voor elkaar terugdeinzen Il. 20.427. bédelen:; κατὰ δῆμον π. in het hele land bedelen Od. 17.227; met acc. v. plaats. π. ἀλλοτρίους οἴκους als bedelaar naar andermans huis gaan Hes. Op. 395. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πτώσσω:''' (= [[πτήσσω]])<b class="num">1)</b> от страха бежать, тж. падать или прятаться (καθ᾽ [[ὕδωρ]] Hom.; εἰς ἐρημίαν Eur.): φυγᾷ τινα π. Eur. спасаться бегством от кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[бояться]], [[пугаться]]: πτώσσοντες ὑφ᾽ Ἓκτορι Hom. напуганные Гектором;<br /><b class="num">3)</b> [[побираться]], [[нищенствовать]] (κατὰ δῆμον Hom.; ἀλλοτρίους οἴκους Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''πτώσσω:''' [[παράλληλος]] [[τύπος]] του [[πτήσσω]], μόνο σε ενεστ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> συστέλλομαι ή [[ζαρώνω]] από τον φόβο, [[κυρίως]] λέγεται για άλογα (πρβλ. [[πτάξ]], [[πτώξ]], [[πτωκάς]]), σε Ομήρ. Οδ.· πτώσσουσι καθ' [[ὕδωρ]], πέφτουν από τον φόβο μέσα στο [[νερό]], στο ίδ.· λέγεται για ανθρώπους, στο ίδ.· <i>πτ. ὑφ' Ἕκτορι</i>, [[πέφτω]] τρομαγμένος [[μπροστά]] στον Έκτορα, στο ίδ.· ομοίως, <i>εἰς ἐρημίαν πτ</i>., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προχωρώ]] [[συνεσταλμένος]] ή φοβισμένος, όπως ο [[επαίτης]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., οὐδ' [[ἔτι]] ἀλλήλους πτώσσοιμεν, δεν φοβηθήκαμε ο [[ένας]] τον [[άλλο]] περισσότερο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ποῖ]] [[καί]] με φυγᾷ πτώσσουσι; προς τα πού έχουν φύγει εξαιτίας του φόβου τους για μένα; σε Ευρ. | |lsmtext='''πτώσσω:''' [[παράλληλος]] [[τύπος]] του [[πτήσσω]], μόνο σε ενεστ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> συστέλλομαι ή [[ζαρώνω]] από τον φόβο, [[κυρίως]] λέγεται για άλογα (πρβλ. [[πτάξ]], [[πτώξ]], [[πτωκάς]]), σε Ομήρ. Οδ.· πτώσσουσι καθ' [[ὕδωρ]], πέφτουν από τον φόβο μέσα στο [[νερό]], στο ίδ.· λέγεται για ανθρώπους, στο ίδ.· <i>πτ. ὑφ' Ἕκτορι</i>, [[πέφτω]] τρομαγμένος [[μπροστά]] στον Έκτορα, στο ίδ.· ομοίως, <i>εἰς ἐρημίαν πτ</i>., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[προχωρώ]] [[συνεσταλμένος]] ή φοβισμένος, όπως ο [[επαίτης]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. προσ., οὐδ' [[ἔτι]] ἀλλήλους πτώσσοιμεν, δεν φοβηθήκαμε ο [[ένας]] τον [[άλλο]] περισσότερο, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ποῖ]] [[καί]] με φυγᾷ πτώσσουσι; προς τα πού έχουν φύγει εξαιτίας του φόβου τους για μένα; σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πτώσσω''': [[παράλληλος]] [[τύπος]] τοῦ [[πτήσσω]] (πρβλ. [[πτοέω]]), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συστέλλομαι, «ζαρώνω» ἐκ φόβου, [[κυρίως]] ἐπὶ πτηνῶν ἢ ἄλλων ζῴων (πρβλ. [[πτάξ]], [[πτώξ]]), Ὀδ. Χ. 304· πτ. [[ὥστε]] πέρδικα Ἀρχίλ. 95· πτώσσουσι καθ’ [[ὕδωρ]], ἐκ φόβου πίπτουσιν εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Ἰλ. Φ. 14· - ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, τί πτώσσεις; Δ. 371· τίς τοι [[ἀνάγκη]] πτώσσειν…; Ε. 634· πτώσσοντας ὑφ’ Ἕκτορι Η. 129· κατὰ λαύρας... πτώσσοντι Πινδ. Π. 8. 124· [[φεύγω]] [[λάθρα]] εἴς τι [[μέρος]], [[ἄλλην]] δ’ ἄλλοσ’ εἰς ἐρημίαν πτώσσουσαν εὐναῖς ἀρσένων ὑπηρετεῖν Εὐρ. Βάκχ. 223 (πρβλ. [[πτήσσω]])· - πτ. ὑπ’ ἀσπίδος, κρύπτομαι, συστέλλομαι [[ὅπως]] φυλαχθῶ, [[ἄνευ]] ἐννοίας τινὸς φόβου, Τυρταῖ. 2. 36· - ποιητικὸν [[ῥῆμα]] [[ἅπαξ]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., εὑρεῖν τινας πτώσσοντας 9. 48, 1. 2) [[περιέρχομαι]] συνεσταλμένος, «ζαρωμένος», ὡς [[ἐπαίτης]], ἐπαιτῶ ([[ὅθεν]] [[πτωχός]]), πτώσσων κατὰ δῆμον Ὀδ. Ρ. 227, Σ. 363· μετ’ αἰτ. τόπου, [[μήπως]] τὰ [[μέταζε]] χατίζων πτώσσῃς ἀλλοτρίους οἴκους, «[[μήπως]] μὴ ἔχων ἐν τῷ μέσῳ τοῦ καιροῦ, πτώσσῃς, πτωχεύῃς ἢ δίκην πτωκὸς γυμνὸς καὶ περιδεὴς πορεύῃ πρὸς τοὺς ἀλλοτρίους οἴκους» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 393. II. μετ’ αἰτιατ. προσ., οὐδ’ ἔτι ἀλλήλους πτώσσοιμεν, οὐδὲ τοῦ λοιποῦ φοβηθείημεν ἂν ἀλλήλους, Ἰλ. Υ. 427· ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι…; ποῦ ἔχουσι φύγει ἐκ τοῦ πρὸς ἐμὲ φόβου; Εὐρ. Ἑκ. 1065· - Ἴδε Κόντου Κρητικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς Τόμ. ΙϚ’, σ. 107, [[ἔνθα]] ψέγεται τὸ παρ’ Ἡσυχίῳ πτύσσονται ὡς μὴ ὀρθόν. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |