πτώσσω

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτώσσω Medium diacritics: πτώσσω Low diacritics: πτώσσω Capitals: ΠΤΩΣΣΩ
Transliteration A: ptṓssō Transliteration B: ptōssō Transliteration C: ptosso Beta Code: ptw/ssw

English (LSJ)

only pres.,
A shrink from, shrink, of birds or other animals, π. ὥστε πέρδικα Archil.106; [ἀκρίδες] πτώσσουσι καθ' ὕδωρ flee into... Il.21.14; also of men, πτῶσσον ὑπὸ κρημνούς ib.26; τί πτώσσεις; 4.371; τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν..; 5.634; πτώσσοντας ὑφ' Ἕκτορι 7.129; κατὰ λαύρας.. πτώσσοντι skulk, slink, Pi.P.8.87; εἰς ἐρημίαν π. flee cowering into... E.Ba.223; π. ὑπ' ἀσπίδος crouch beneath it, without any notion of fear, Tyrt.11.36:—poet. Verb, once in Hdt., πτώσσοντας [ὑμέας εὕρομεν] 9.48.
2 cringe like a beggar, go begging (cf. πτωχός), κατὰ δῆμον Od.17.227, 18.363: c. acc. loci, π. ἀλλοτρίους οἴκους Hes.Op.395.
II c. acc. pers., οὐδ' ἂν (v.l. ἂρ) ἔτι δὴν ἀλλήλους πτώσσοιμεν we can no longer shirk one another, Il.20.427; ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι μυχῶν; to what corners have they fled to shun me? E.Hec.1066 (lyr.): c. acc. rei, [ὄρνιθες] νέφεα πτώσσουσαι shrinking from the clouds, Od.22.304; π. δόρυ, βροντήν, Q.S. 5.300, 7.531.

German (Pape)

[Seite 812] intrans., in Furcht, Schrecken od. Bestürzung sein, sich fürchten, furchtsam sich hinducken; Il. 4, 371. 5, 634; ὑφ' Ἕκτορι, 7, 129. 21, 26; aus Furcht fliehen, flüchten, 21, 14; Pind. P. 8, 87; εἰς ἐρημίαν, Eur. Bacch. 223; ὑπ' ἀσπίδος πτώσσειν, Tyrt. 2, 35; – πτώσσων κατὰ δῆμον βούλεται αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρα, Od. 17, 227, wie 18, 363, sich, wie die Bettler thun, herumdrücken u. bücken (vgl. πτωχός); dah. ἀλλοτρίους οἴκους πτώσσειν, bettelnd zu fremden Häusern gehen, Hes. O. 397. – Auch c. accus. = sich wovor scheuen u. fliehen, οὐδ' ἔτι ἀλλήλους πτώσσοιμεν, wir wollen nicht mehr vor einander fliehen, Il. 20, 427. – In Prosa = fallen, Her. 9, 48, Ael. H. A. 7, 18.

French (Bailly abrégé)

1 se blottir de frayeur ; être épouvanté : ὑπό τινι IL par qqn ; τινά, s'enfuir avec épouvante devant qqn;
2 mendier.
Étymologie: R. Πτακ, se blottir ; cf. πτωχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτώσσω [~ πτήσσω] ep. imperf. πτῶσσον wegduiken, wegkruipen, zich verschuilen, van angst:; ὑπὸ κρημνούς onder rotsen Il. 21.26; ὑφ’ Ἕκτορι voor Hector Il. 7.129; κατὰ λαύρας... πτώσσοντι ze duiken weg in steegjes Pind. P. 8.87; terugdeinzen voor, met acc.: ἀλλήλους π. voor elkaar terugdeinzen Il. 20.427. bédelen:; κατὰ δῆμον π. in het hele land bedelen Od. 17.227; met acc. v. plaats. π. ἀλλοτρίους οἴκους als bedelaar naar andermans huis gaan Hes. Op. 395.

Russian (Dvoretsky)

πτώσσω: (= πτήσσω)
1 от страха бежать, тж. падать или прятаться (καθ᾽ ὕδωρ Hom.; εἰς ἐρημίαν Eur.): φυγᾷ τινα π. Eur. спасаться бегством от кого-л.;
2 бояться, пугаться: πτώσσοντες ὑφ᾽ Ἓκτορι Hom. напуганные Гектором;
3 побираться, нищенствовать (κατὰ δῆμον Hom.; ἀλλοτρίους οἴκους Hes.).

English (Autenrieth)

(cf. πτήσσω, πτώξ), ipf. πτῶσσον: cower, hide; ὑπό τινι, ‘beforeone, Il. 7.129; of a beggar, ‘go cringing about,’ κατὰ δῆμον, ρ 22, Od. 18.363; trans., ὄρνῖθες νέφεα, ‘flee’ the clouds, Od. 22.304.

English (Slater)

πτώσσω (cf. πτάσσω.) skulk κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι sc. those who have been defeated in the games (P. 8.87)

Greek Monolingual

Α
1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.)
2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ.
β. «πτώσσειν ὑπ' ἀσπίδος», Τυρτ.)
3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι (α. «ἀλλήλους πτώσσοιμεν», Ομ. Ιλ.
β. «πτώσσειν δόρυ», Κόιντ.)
4. τριγυρνάω δειλά, μαζεμένος σαν ζητιάνος («οὐκ ἐθελήσει ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσων κατὰ δῆμον βούλεται αἰτίζων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πτώσσω (< πτω-κ-) έχει σχηματιστεί από θ. πτω- (βλ. λ. πτήσσω) με ουρανικό ένθημα -κ-].

Greek Monotonic

πτώσσω: παράλληλος τύπος του πτήσσω, μόνο σε ενεστ.·
I. 1. συστέλλομαι ή ζαρώνω από τον φόβο, κυρίως λέγεται για άλογα (πρβλ. πτάξ, πτώξ, πτωκάς), σε Ομήρ. Οδ.· πτώσσουσι καθ' ὕδωρ, πέφτουν από τον φόβο μέσα στο νερό, στο ίδ.· λέγεται για ανθρώπους, στο ίδ.· πτ. ὑφ' Ἕκτορι, πέφτω τρομαγμένος μπροστά στον Έκτορα, στο ίδ.· ομοίως, εἰς ἐρημίαν πτ., σε Ευρ.
2. προχωρώ συνεσταλμένος ή φοβισμένος, όπως ο επαίτης, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
II. με αιτ. προσ., οὐδ' ἔτι ἀλλήλους πτώσσοιμεν, δεν φοβηθήκαμε ο ένας τον άλλο περισσότερο, σε Ομήρ. Ιλ.· ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι; προς τα πού έχουν φύγει εξαιτίας του φόβου τους για μένα; σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πτώσσω: παράλληλος τύπος τοῦ πτήσσω (πρβλ. πτοέω), ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., συστέλλομαι, «ζαρώνω» ἐκ φόβου, κυρίως ἐπὶ πτηνῶν ἢ ἄλλων ζῴων (πρβλ. πτάξ, πτώξ), Ὀδ. Χ. 304· πτ. ὥστε πέρδικα Ἀρχίλ. 95· πτώσσουσι καθ’ ὕδωρ, ἐκ φόβου πίπτουσιν εἰς τὸ ὕδωρ, Ἰλ. Φ. 14· - ἀκολούθως ἐπὶ ἀνθρώπων, τί πτώσσεις; Δ. 371· τίς τοι ἀνάγκη πτώσσειν…; Ε. 634· πτώσσοντας ὑφ’ Ἕκτορι Η. 129· κατὰ λαύρας... πτώσσοντι Πινδ. Π. 8. 124· φεύγω λάθρα εἴς τι μέρος, ἄλλην δ’ ἄλλοσ’ εἰς ἐρημίαν πτώσσουσαν εὐναῖς ἀρσένων ὑπηρετεῖν Εὐρ. Βάκχ. 223 (πρβλ. πτήσσω)· - πτ. ὑπ’ ἀσπίδος, κρύπτομαι, συστέλλομαι ὅπως φυλαχθῶ, ἄνευ ἐννοίας τινὸς φόβου, Τυρταῖ. 2. 36· - ποιητικὸν ῥῆμα ἅπαξ ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ., εὑρεῖν τινας πτώσσοντας 9. 48, 1. 2) περιέρχομαι συνεσταλμένος, «ζαρωμένος», ὡς ἐπαίτης, ἐπαιτῶ (ὅθεν πτωχός), πτώσσων κατὰ δῆμον Ὀδ. Ρ. 227, Σ. 363· μετ’ αἰτ. τόπου, μήπως τὰ μέταζε χατίζων πτώσσῃς ἀλλοτρίους οἴκους, «μήπως μὴ ἔχων ἐν τῷ μέσῳ τοῦ καιροῦ, πτώσσῃς, πτωχεύῃς ἢ δίκην πτωκὸς γυμνὸς καὶ περιδεὴς πορεύῃ πρὸς τοὺς ἀλλοτρίους οἴκους» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 393. II. μετ’ αἰτιατ. προσ., οὐδ’ ἔτι ἀλλήλους πτώσσοιμεν, οὐδὲ τοῦ λοιποῦ φοβηθείημεν ἂν ἀλλήλους, Ἰλ. Υ. 427· ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι…; ποῦ ἔχουσι φύγει ἐκ τοῦ πρὸς ἐμὲ φόβου; Εὐρ. Ἑκ. 1065· - Ἴδε Κόντου Κρητικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς Τόμ. ΙϚ’, σ. 107, ἔνθα ψέγεται τὸ παρ’ Ἡσυχίῳ πτύσσονται ὡς μὴ ὀρθόν.

Frisk Etymological English

See also: s. πτήσσω.

Middle Liddell

πτώσσω, [collat. form of πτήσσω only in pres.]
I. to crouch or cower from fear, properly of animals (cf. πτάξ, πτώξ, πτωκάσ), Od.; πτώσσουσι καθ' ὕδωρ flee cowering into the water, Od.; of men, Od.; πτ. ὑφ' Ἕκτορι fly cowering before Hector, Od.; so, εἰς ἐρημίαν πτ. Eur.
2. to go cowering or cringing about, like a beggar, Od., Hes.
II. c. acc. pers., οὐδ' ἔτι ἀλλήλους πτώσσοιμεν let us no longer flee from one another, Il.; ποῖ καί με φυγᾷ πτώσσουσι; whither have they fled for fear of me? Eur.

Frisk Etymology German

πτώσσω: {ptṓssō}
See also: s. πτήσσω.
Page 2,618

Mantoulidis Etymological

(=ζαρώνω ἀπό φόβο). Παράλληλος τύπος τοῦ πτήσσω, πού χρησιμοποιεῖται μόνο στόν ἐνεστώτα. Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα πτήσσω.