προσαιρέομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> προσαιρήσομαι, <i>ao.2</i> προσειλόμην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> choisir pour associé, adjoindre dans son propre intérêt : τινά τινι une personne à une autre;<br /><b>2</b> choisir en outre : τινά τινι <i>ou</i> τινα [[πρός]] τινι une personne outre une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], αἱρέομαι.
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> προσαιρήσομαι, <i>ao.2</i> προσειλόμην, <i>etc.</i><br /><b>1</b> choisir pour associé, adjoindre dans son propre intérêt : τινά τινι une personne à une autre;<br /><b>2</b> choisir en outre : τινά τινι <i>ou</i> τινα [[πρός]] τινι une personne outre une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], αἱρέομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσαιρέομαι''': μέσ., [[ἐκλέγω]] ἐπὶ πλέον, [[ἐκλέγω]] καὶ προσθέτω, [[δέκα]] γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους Θουκ. 5. 63˙ ἑαυτῷ πρ. τινα, [[προσλαμβάνω]] ὡς σύντροφόν μου ἢ σύμμαχον, Λατ. coöptare, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 10˙ καὶ προσελόμενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιῶς ἄρχοντας [[δέκα]] κτλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 50, 16, Blass. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐκλέγω]] [[προσέτι]], τινά τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39˙ τινὰ [[πρός]] τινι [[αὐτόθι]] 2. 1, 16.
|elnltext=προσ-αιρέομαι, alleen med. bij zich nemen:. προσαιρέεται δὲ ἑωυτῷ Παυσανίης Εὐρυάνακτα Pausanias voegde als collega Euryanax aan zich toe Hdt. 9.10.3; κοινὸν δὲ αὑτοῖς προσαιροῦνται Διογείτονα zij namen bij zichzelf Diogiton als onpartijdig bemiddelaar erbij Apollod. [Dem.] 59.45. erbij kiezen:. π. στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι als aanvoerders erbij kiezen naast de bestaande aanvoerders Xen. Hell. 2.1.16.
}}
{{elru
|elrutext='''προσαιρέομαι:''' [[выбирать]], [[подбирать]], [[брать]] (τινι ξυμβούλους Thuc.; γραμματέα Arst.): προσελέσθαι ἑαυτῷ τινα Xen. взять себе кого-л. (в помощь).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσαιρέομαι:''' Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διαλέγω]] για τον εαυτό μου, <i>ἑαυτῷ προσαιρέομαί τινα</i>, [[προσλαμβάνω]] ως σύντροφο ή σύμμαχο, Λατ. cooptare, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[εκλέγω]] [[επιπλέον]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''προσαιρέομαι:''' Μέσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[διαλέγω]] για τον εαυτό μου, <i>ἑαυτῷ προσαιρέομαί τινα</i>, [[προσλαμβάνω]] ως σύντροφο ή σύμμαχο, Λατ. cooptare, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, [[εκλέγω]] [[επιπλέον]], <i>τινά τινι</i>, σε Θουκ., Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσαιρέομαι:''' [[выбирать]], [[подбирать]], [[брать]] (τινι ξυμβούλους Thuc.; γραμματέα Arst.): προσελέσθαι ἑαυτῷ τινα Xen. взять себе кого-л. (в помощь).
|lstext='''προσαιρέομαι''': μέσ., [[ἐκλέγω]] ἐπὶ πλέον, [[ἐκλέγω]] καὶ προσθέτω, [[δέκα]] γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους Θουκ. 5. 63˙ ἑαυτῷ πρ. τινα, [[προσλαμβάνω]] ὡς σύντροφόν μου ἢ σύμμαχον, Λατ. coöptare, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 10˙ καὶ προσελόμενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιῶς ἄρχοντας [[δέκα]] κτλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 50, 16, Blass. ΙΙ. [[καθόλου]], [[ἐκλέγω]] [[προσέτι]], τινά τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39˙ τινὰ [[πρός]] τινι [[αὐτόθι]] 2. 1, 16.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-αιρέομαι, alleen med. bij zich nemen:. προσαιρέεται δὲ ἑωυτῷ Παυσανίης Εὐρυάνακτα Pausanias voegde als collega Euryanax aan zich toe Hdt. 9.10.3; κοινὸν δὲ αὑτοῖς προσαιροῦνται Διογείτονα zij namen bij zichzelf Diogiton als onpartijdig bemiddelaar erbij Apollod. [Dem.] 59.45. erbij kiezen:. π. στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι als aanvoerders erbij kiezen naast de bestaande aanvoerders Xen. Hell. 2.1.16.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Mid. to [[choose]] for [[oneself]], ἑαυτῷ πρ. τινα to [[take]] for one's [[companion]] or [[ally]], Lat. cooptare, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], to [[choose]] in [[addition]] to, τινά τινι Thuc., Xen.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Mid. to [[choose]] for [[oneself]], ἑαυτῷ πρ. τινα to [[take]] for one's [[companion]] or [[ally]], Lat. cooptare, Hdt.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], to [[choose]] in [[addition]] to, τινά τινι Thuc., Xen.
}}
}}