προσαιρέομαι
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
English (LSJ)
Med.,
A choose and associate with, τινάς τινι ξυμβούλους Th.5.63; ἑωυτῷ π. τινά take for one's companion or ally, Hdt.9.10; κοινὸν αὑτοῖς [διαιτητήν] D.59.45; σφίσιν αὐτοῖς ἄρχοντας Arist.Ath. 35.1; ὁ αἰσυμνήτης τοὺς προσεταίρους -εῖται SIG57.7 (Milet., v B. C.), cf. IG12.56.27, 84.38.
II choose in addition to, τινά τινι X.HG6.2.39; στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι ib.2.1.16.
III Act. προσαιρεῖν appoint as one's assistant, POxy.58.17 (iii A.D.): aor. part. προσελών dub. sens. in PPetr.2.20 iii 9 (cf. 3p.76, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 748] (s. αἱρέω), dazu erwählen od. annehmen; ἑαυτῷ τινα, sich Einen zum Gefährten od. Genossen wählen, Her. 9, 10; Plat. Legg. VI, 754 c Xen. Cyr. 1, 5, 57; de rep. Lac. 15, 5; κοινὸν διαιτητήν, Dem. 59, 45; Sp.
French (Bailly abrégé)
προσαιροῦμαι;
f. προσαιρήσομαι, ao.2 προσειλόμην, etc.
1 choisir pour associé, adjoindre dans son propre intérêt : τινά τινι une personne à une autre;
2 choisir en outre : τινά τινι ou τινα πρός τινι une personne outre une autre.
Étymologie: πρός, αἱρέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αιρέομαι, alleen med. bij zich nemen:. προσαιρέεται δὲ ἑωυτῷ Παυσανίης Εὐρυάνακτα Pausanias voegde als collega Euryanax aan zich toe Hdt. 9.10.3; κοινὸν δὲ αὑτοῖς προσαιροῦνται Διογείτονα zij namen bij zichzelf Diogiton als onpartijdig bemiddelaar erbij Apollod. [Dem.] 59.45. erbij kiezen:. π. στρατηγοὺς πρὸς τοῖς ὑπάρχουσι als aanvoerders erbij kiezen naast de bestaande aanvoerders Xen. Hell. 2.1.16.
Russian (Dvoretsky)
προσαιρέομαι: выбирать, подбирать, брать (τινι ξυμβούλους Thuc.; γραμματέα Arst.): προσελέσθαι ἑαυτῷ τινα Xen. взять себе кого-л. (в помощь).
Greek Monotonic
προσαιρέομαι: Μέσ.,
I. διαλέγω για τον εαυτό μου, ἑαυτῷ προσαιρέομαί τινα, προσλαμβάνω ως σύντροφο ή σύμμαχο, Λατ. cooptare, σε Ηρόδ.
II. γενικά, εκλέγω επιπλέον, τινά τινι, σε Θουκ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προσαιρέομαι: μέσ., ἐκλέγω ἐπὶ πλέον, ἐκλέγω καὶ προσθέτω, δέκα γὰρ ἄνδρας Σπαρτιατῶν προσείλοντο αὐτῷ συμβούλους Θουκ. 5. 63˙ ἑαυτῷ πρ. τινα, προσλαμβάνω ὡς σύντροφόν μου ἢ σύμμαχον, Λατ. coöptare, Ἡρόδ. 3. 130., 9. 10˙ καὶ προσελόμενοι σφίσιν αὐτοῖς τοῦ Πειραιῶς ἄρχοντας δέκα κτλ. Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 50, 16, Blass. ΙΙ. καθόλου, ἐκλέγω προσέτι, τινά τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 39˙ τινὰ πρός τινι αὐτόθι 2. 1, 16.
Middle Liddell
I. Mid. to choose for oneself, ἑαυτῷ πρ. τινα to take for one's companion or ally, Lat. cooptare, Hdt.
II. generally, to choose in addition to, τινά τινι Thuc., Xen.
Lexicon Thucydideum
adsumere, to take to oneself, adopt, 4.29.1,
adiungere (in imperio), to associate with (in rule), 5.63.4, 7.16.1.