3,277,119
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> habitudes en commun, vie en commun ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> relations habituelles, commerce, société;<br /><b>2</b> commerce intime;<br /><b>II.</b> habitude :<br /><b>1</b> manière d'être habituelle : συνήθειαν [[κτᾶσθαι]] [[πρός]] [[τι]] PLUT acquérir l'habitude de qch;<br /><b>2</b> usage courant d'un mot, d'une locution ; dialecte commun <i>ou</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[συνήθης]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> habitudes en commun, vie en commun ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> relations habituelles, commerce, société;<br /><b>2</b> commerce intime;<br /><b>II.</b> habitude :<br /><b>1</b> manière d'être habituelle : συνήθειαν [[κτᾶσθαι]] [[πρός]] [[τι]] PLUT acquérir l'habitude de qch;<br /><b>2</b> usage courant d'un mot, d'une locution ; dialecte commun <i>ou</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[συνήθης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνήθεια -ας, ἡ [συνήθης] gewoonte, gebruik, gewenning:; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in de omgeving waarin hij zelf gewoonlijk verkeerde Plat. Lg. 865e; διὰ / κατὰ συνήθειαν uit gewoonte, volgens het gebruik; παρὰ συνήθειαν tegen de gewoonte in, tegen het gebruik in; met gen..; σ. τῶν ἀδικημάτων gewenning aan zijn misdaden Dem. 19.3; van woorden: dagelijks taalgebruik, het gewone taalgebruik. Plat. Tht. 168b. regelmatige of vertrouwde omgang. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνήθεια:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[общение]], [[близость]] (σ. καὶ [[φιλία]] Arst.): σ. πρός τινα Isocr. и [[μετά]] τινος Aeschin. общение с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[связь]], [[сожительство]] Xen.;<br /><b class="num">3)</b> (у животных), [[спаривание]] Arst.;<br /><b class="num">4)</b> [[кучка]] или [[стадо]]: κατὰ συνηθείας Arst. стадами, Polyb. отдельными группами;<br /><b class="num">5)</b> [[привычка]], [[навык]] HH: σ. τινος Xen., Dem. привычка к чему-л.; διὰ τὴν συνήθειαν Plat., Arst., κατὰ συνήθειαν и ὑπὸ συνηθείας Plat. по привычке;<br /><b class="num">6)</b> [[практика]], [[упражнение]] ([[ἐμπειρία]] καὶ σ. Polyb.; συνήθειαν ἔχειν τινί Polyb.; συνήθειαν [[κτᾶσθαι]] πρός τι Plut.);<br /><b class="num">7)</b> [[обыкновение]], [[обычай]] ([[ἔστι]] σ. [[ὑμῖν]], [[ἵνα]] … NT);<br /><b class="num">8)</b> [[обычное употребление]] (ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Plat.);<br /><b class="num">9)</b> [[разговорный язык]], [[говор]] (τῶν Ἀθηναίων Sext.): ἐν τῇ συνηθείᾳ Plut. в просторечии. | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''συνήθεια:''' ἡ ([[συνήθης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συναναστροφή]], [[οικειότητα]], [[γνωριμία]], [[συντροφικότητα]], φιλική [[σχέση]], Λατ. [[consuetudo]], σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έξη, [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· με γεν., <i>ἔργου</i>, [[εξοικείωση]] μ' αυτό, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθης]] [[χρήση]] της γλώσσας ή μιας έκφρασης, σε Αισχίν. | |lsmtext='''συνήθεια:''' ἡ ([[συνήθης]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συναναστροφή]], [[οικειότητα]], [[γνωριμία]], [[συντροφικότητα]], φιλική [[σχέση]], Λατ. [[consuetudo]], σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> έξη, [[έθιμο]], [[συνήθεια]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· με γεν., <i>ἔργου</i>, [[εξοικείωση]] μ' αυτό, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθης]] [[χρήση]] της γλώσσας ή μιας έκφρασης, σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνήθεια''': ἡ, [[συναναστροφή]], [[σχέσις]], γνωριμία, [[φιλία]], Λατιν. consue?do, [[πρός]] τινα Ἰσοκρ. 2Α, κτλ.˙ μετά τινος Αἰσχίν. 31. 18˙ ἡ τῶν φίλων σ. ὁ αὐτ. 48. 27˙ σ. καὶ [[φιλία]] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 12, 15˙ ἡ πολιτικὴ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 19˙ πληθ., αἱ στεναὶ γνωριμίαι καὶ σχέσεις, τῶν φαύλων σ. [[ὀλίγος]] [[χρόνος]] διέλυσεν Ἰσοκρ. 2Α˙ [[ὅπως]] αἱ σ. διαζευχθῶσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19˙ ― σαρκικὴ [[συνουσία]], [[μῖξις]], Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31˙ σ. ἔχειν μετὰ γυναικὸς Σώστρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34˙ ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 7. 2) ἐπὶ ζῴων, [[συναγελασμός]], [[ἀγέλη]], νέμεσθαι κατὰ συνηθείας, κατὰ ἀγέλας, [[αὐτόθι]] 9. 4, πρβλ. Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 2. 31˙ ― [[οὕτως]] ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συνηθείας, κατὰ συσσίτια, Πολύβ. 35. 4, 14. ΙΙ. [[ἕξις]], [[ἔθος]], [[συνήθεια]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 485, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 516Α˙ κατὰ συν. τοῦ προτέρου βίου [[αὐτόθι]] 620Α˙ τοῖς ἤθεσι τῆς [[ἑαυτοῦ]] συνηθείας, εἰς τοὺς συνήθεις τόπους [[ἔνθα]] διατρίβει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 865Ε˙ σ. τοῦ ἔργου, [[ἕξις]], ἐξοικείωσις πρὸς αὐτό, Ξεν. Κυν. 12, 4˙ λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων Δημ. 342. 11, πρβλ. 1397. 13· τῇ σ. τοῦ εἰδώλου ὡς [[εἰδωλόθυτον]] ἐσθίουσιν Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 7˙ ― [[ἐφαρμογή]], ἄσκησις, [[γυμνασία]], Πολύβ. 1. 42, 7, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 656D· ― μετὰ προθέσεων, διὰ συνήθειαν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 248Β˙ διὰ τὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16. 1˙ κατὰ ἢ παρὰ συνήθειαν, [[ἐναντίον]] τῆς συνηθείας, Πλάτ. Πολ. 620Α, Νόμ. 655Ε· ὑπὸ συνηθείας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 157Α˙ ― σ. ἔχω τινί, εἶμαι συνηθισμένος εἴς τι, Πολύβ. 40. 10, 2˙ σ. κτᾶσθαι [[πρός]] τι Πλούτ. 2. 791Α. 2) ἡ κατὰ συνήθειαν [[χρῆσις]] τῆς γλώσσης, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Πλάτ. Θεαίτ. 168Β˙ εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι, ἔκαμε τὴν πόλιν εἰς συνήθη χρῆσιν τῆς φράσεως ταύτης, Αἰσχίν. 23. 37˙ σ. Ἀθηναίων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 228˙ ― ἰδίως ἡ κοινὴ καὶ [[συνήθης]] [[γλῶσσα]], ἐν τῇ συνηθείᾳ Πλούτ. 2. 22F, πρβλ. [[αὐτόθι]] C, 1113Α, καὶ Γραμμ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαν., 1) [[φόρος]]. 2) πληρωμή, [[μισθός]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |