συνήθεια
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ἡ,
A habitual intercourse, acquaintance, intimacy, αἱ πρὸς ἀλλήλους συνήθειαι Isoc.1.1; διατριβαὶ καὶ συνήθειαι μετά τινων Aeschin.2.23; ἡ τῶν φίλων συνήθεια ib.152; συνήθεια καὶ φιλία Arist.GA753a12; ἡ πολιτικὴ συνήθεια Id.EN1181a11; τὰς τῶν φαύλων συνηθειῶν ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1; ὅπως ἂν αἱ συνήθειαι διαζευχθῶσιν Arist.Pol.1319b26; καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι σ. PCair.Zen.42.2 (iii B.C.); ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ PMich.Zen.82.3 (iii B.C.).
b sexual intercourse, X.Cyr.6.1.31 (v.l.); συνήθειαν ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e; πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23.
2 of animals, herding together, Arist.HA575b19; νέμεσθαι κατὰ συνηθείας = in herds, ib.611a7, cf. Ael.NA2.31; so of soldiers, κατὰ συνηθείας = in messes, Plb.35.4.14.
II habit, custom, h.Merc.485 (pl.), Hp.VM3, Pl.R. 516a, etc.; pl., φαῦλαι συνήθειαι bad habits, Epicur.Sent.Vat.46; κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου Pl.R.620a; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in his own accustomed haunts, Id.Lg.865e; ἡ συνήθεια τοῦ ἔργου habituation to it, X.Cyn.12.4; λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3, cf. 60.27; πολλῆς . . συνήθεια ἡ ῥητορική Epicur.Fr.46; τῇ συνηθείᾳ τοῦ εἰδώλου by being used to it, 1 Ep.Cor.8.7; practice, Plb.1.42.7, cf.Pl. Lg.656d: with Preps., διὰ συνήθειαν Id.Sph.248b; διὰ τὴν συνήθειαν Arist.HA494b21; ἐκ συνηθείας OGI629.12,79 (Palmyra, ii A.D.); κατὰ συνήθειαν Pl.R.l.c.; παρὰ συνήθειαν Id.Lg.655e; ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.Tht.157b; συνήθειαν ἔχειν τῇ πολιτείᾳ to be used to it, practised in it, Plb.39.5.2; σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a.
2 the customary usage of language, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Pl.Tht.168b, cf. Chrysipp.Stoic.3.33; εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι brought the city to habitual use of this phrase, Aeschin. 1.165; ἡ συνήθεια τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους συνήθειαι, Phld.Rh.1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.Po.5.2; ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ συνηθείᾳ Diocl. Magn.Stoic.3.214: abs., ordinary language, ἐν τῇ συνηθείᾳ Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; κατὰ τὴν συνήθειαν A.D.Synt.323.22, cf. Demetr.Eloc.69, al., D.H. Amm.2.11, Herod.Med. in Rh.Mus.49.549.
III customary gratuity, Sammelb.7336.13 (iii A.D.), 7369.25 (vi A.D.), PLond.1.113 (3).ΙΙ, 3.1036.8 (both vi A.D.): pl., perquisites, Cod.Just.3.2.4, Just. Nov.134.1, al.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. habitudes en commun, vie en commun ; p. suite :
1 relations habituelles, commerce, société;
2 commerce intime;
II. habitude :
1 manière d'être habituelle : συνήθειαν κτᾶσθαι πρός τι PLUT acquérir l'habitude de qch;
2 usage courant d'un mot, d'une locution ; dialecte commun ou vulgaire.
Étymologie: συνήθης.
German (Pape)
ἡ, das Zusammenwohnen, Zusammenleben; Ael. H.A. 16.36; geselliger Umgang, διαφέρουσιν ἐν ταῖς πρὸς ἀλλήλους συνηθείαις, Isocr. 1.1; πρὸς Ἱππόνικον, ib. 2; von Liebesgemeinschaft, Xen. Cyr. 6.1.31; τῶν φίλων, Aesch. 2.152; – Angewöhnung, Gewohnheit (= ἔθος, S.Emp. pyrrh. 1.146), H.h. Herc. 485; συνηθείας δέοιτ' ἄν, εἰ μέλλοι τὰ ἄνω ὄψεσθαι, Plat. Rep. VII.516a; κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου, X. 620a; ὑπὸ συνηθείας, aus Gewohnheit, Theaet. 157b; ἐκ συνηθείας ῥημάτων τε καὶ ὀνομάτων, nach dem Sprachgebrauche, 168b (so bes. oft Schol. ἐν τῇ συνηθείᾳ, z.B. zu Ar. Nub. 243; so auch πολλαί εἰσι συνήθειαι, S.Emp. adv.gramm. 228); τῶν ἀδικημάτων, Dem. 19.3; πρός τινα, Pol. 1.43.4 und A.; Übung, πολλῆς δεῖται ἐμπειρίας καὶ συνηθείας, Pol. 1.42.7. – Im plur. auch = καταμήνια, Arist. H.A. 6.21.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνήθεια -ας, ἡ [συνήθης] gewoonte, gebruik, gewenning:; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in de omgeving waarin hij zelf gewoonlijk verkeerde Plat. Lg. 865e; διὰ / κατὰ συνήθειαν uit gewoonte, volgens het gebruik; παρὰ συνήθειαν tegen de gewoonte in, tegen het gebruik in; met gen..; σ. τῶν ἀδικημάτων gewenning aan zijn misdaden Dem. 19.3; van woorden: dagelijks taalgebruik, het gewone taalgebruik. Plat. Tht. 168b. regelmatige of vertrouwde omgang.
Russian (Dvoretsky)
συνήθεια: ἡ
1 общение, близость (σ. καὶ φιλία Arst.): σ. πρός τινα Isocr. и μετά τινος Aeschin. общение с кем-л.;
2 связь, сожительство Xen.;
3 (у животных), спаривание Arst.;
4 кучка или стадо: κατὰ συνηθείας Arst. стадами, Polyb. отдельными группами;
5 привычка, навык HH: σ. τινος Xen., Dem. привычка к чему-л.; διὰ τὴν συνήθειαν Plat., Arst., κατὰ συνήθειαν и ὑπὸ συνηθείας Plat. по привычке;
6 практика, упражнение (ἐμπειρία καὶ σ. Polyb.; συνήθειαν ἔχειν τινί Polyb.; συνήθειαν κτᾶσθαι πρός τι Plut.);
7 обыкновение, обычай (ἔστι σ. ὑμῖν, ἵνα … NT);
8 обычное употребление (ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Plat.);
9 разговорный язык, говор (τῶν Ἀθηναίων Sext.): ἐν τῇ συνηθείᾳ Plut. в просторечии.
English (Strong)
from a compound of σύν and ἦθος; mutual habituation, i.e. usage: custom.
English (Thayer)
συνηθείας, ἡ (συνήθης, and this from σύν and ἦθος), from Isocrates, Xenophon, Plato down, Latin consuetudo, i. e.
1. contact (with one), intimacy: custom: Buttmann, § 189,45); a being used to: with a genitive of the object to which one is accustomed, L T Tr WH.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. συνηθία Α συνήθης
1. έξη, ιδίως φυσική διάθεση του σώματος, που οφείλεται στη συνεχή επανάληψη μιας άσκησης ή μιας πράξης (α. «το πολύ περπάτημα μού έχει γίνει συνήθεια και δεν κουράζομαι πια» β. «μέγα ἡ συνήθεια καὶ φύσις ἔχει δύναμιν», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. τρόπος ζωής ή συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται ομοιότυπα (α. «το 'χω συνήθεια να κοιμάμαι λίγο το μεσημέρι» β. «κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου», Πλάτ.)
3. (κατ' επέκτ.) έθος, έθιμο («είναι συνήθεια στον τόπο μας να γίνεται γλέντι πριν την τελετή του γάμου»)
νεοελλ.
1. (νομ.) άτυπος, κατ' έθος κανόνας συμπεριφοράς σε ορισμένο κύκλο βιοτικών σχέσεων
2. (ψυχολ.) κάθε τακτικά επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που απαιτεί ελάχιστη ή και καθόλου σκέψη και είναι περισσότερο αποτέλεσμα μάθησης παρά έμφυτη
3. στον πληθ. οι συνήθειες
(κοινων.) κανόνες ή τρόποι συμπεριφοράς που θεωρείται ότι εκφράζουν τον κοινωνικά παραδεκτό τρόπο ενέργειας, χωρίς όμως να έχουν αναγκαστικό χαρακτήρα και χωρίς να συνοδεύονται από ένα σύστημα κυρώσεων ή τυπικού ελέγχου
μσν.
1. στρατιωτικός μισθός
2. μισθός δικαστών ή γραφέων
3. αγώνες που τελούνταν σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
4. είδος φορολογίας
5. στον πληθ. αἱ συνήθειαι
τα έμμηνα τών γυναικών
μσν.-αρχ.
το φιλοδώρημα που συνήθιζαν να δίνουν, τα τυχερά
αρχ.
1. συναναστροφή, φιλική σχέση («αἱ πρὸς ἀλλήλους συνήθειαι», Ισοκρ.)
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (για ζώα) ο συναγελασμός
4. (κατ' επέκτ.) η αγέλη
5. (για στρατιώτες) τάγμα, λόχος
6. εξάσκηση ή εφαρμογή («πολλῆς δεῖται ἐμπειρίας και συνηθείας», Πολ.)
7. πείρα
8. (σχετικά με λόγο) α) η συνήθης χρήση της γλώσσας
β) η κοινή γλώσσα
9. λέσχη, συντεχνία.
Greek Monotonic
συνήθεια: ἡ (συνήθης),
I. συναναστροφή, οικειότητα, γνωριμία, συντροφικότητα, φιλική σχέση, Λατ. consuetudo, σε Αισχίν. κ.λπ.
II. 1. έξη, έθιμο, συνήθεια, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.· με γεν., ἔργου, εξοικείωση μ' αυτό, σε Δημ.
2. συνήθης χρήση της γλώσσας ή μιας έκφρασης, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
συνήθεια: ἡ, συναναστροφή, σχέσις, γνωριμία, φιλία, Λατιν. consue?do, πρός τινα Ἰσοκρ. 2Α, κτλ.˙ μετά τινος Αἰσχίν. 31. 18˙ ἡ τῶν φίλων σ. ὁ αὐτ. 48. 27˙ σ. καὶ φιλία Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 12, 15˙ ἡ πολιτικὴ σ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Νικ. 10. 9, 19˙ πληθ., αἱ στεναὶ γνωριμίαι καὶ σχέσεις, τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσεν Ἰσοκρ. 2Α˙ ὅπως αἱ σ. διαζευχθῶσιν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 4, 19˙ ― σαρκικὴ συνουσία, μῖξις, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 31˙ σ. ἔχειν μετὰ γυναικὸς Σώστρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34˙ ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 7. 2) ἐπὶ ζῴων, συναγελασμός, ἀγέλη, νέμεσθαι κατὰ συνηθείας, κατὰ ἀγέλας, αὐτόθι 9. 4, πρβλ. Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 2. 31˙ ― οὕτως ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συνηθείας, κατὰ συσσίτια, Πολύβ. 35. 4, 14. ΙΙ. ἕξις, ἔθος, συνήθεια, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 485, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Πλάτ. Πολ. 516Α˙ κατὰ συν. τοῦ προτέρου βίου αὐτόθι 620Α˙ τοῖς ἤθεσι τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας, εἰς τοὺς συνήθεις τόπους ἔνθα διατρίβει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 865Ε˙ σ. τοῦ ἔργου, ἕξις, ἐξοικείωσις πρὸς αὐτό, Ξεν. Κυν. 12, 4˙ λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων Δημ. 342. 11, πρβλ. 1397. 13· τῇ σ. τοῦ εἰδώλου ὡς εἰδωλόθυτον ἐσθίουσιν Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. η΄, 7˙ ― ἐφαρμογή, ἄσκησις, γυμνασία, Πολύβ. 1. 42, 7, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 656D· ― μετὰ προθέσεων, διὰ συνήθειαν ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 248Β˙ διὰ τὴν σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16. 1˙ κατὰ ἢ παρὰ συνήθειαν, ἐναντίον τῆς συνηθείας, Πλάτ. Πολ. 620Α, Νόμ. 655Ε· ὑπὸ συνηθείας ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 157Α˙ ― σ. ἔχω τινί, εἶμαι συνηθισμένος εἴς τι, Πολύβ. 40. 10, 2˙ σ. κτᾶσθαι πρός τι Πλούτ. 2. 791Α. 2) ἡ κατὰ συνήθειαν χρῆσις τῆς γλώσσης, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Πλάτ. Θεαίτ. 168Β˙ εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι, ἔκαμε τὴν πόλιν εἰς συνήθη χρῆσιν τῆς φράσεως ταύτης, Αἰσχίν. 23. 37˙ σ. Ἀθηναίων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 228˙ ― ἰδίως ἡ κοινὴ καὶ συνήθης γλῶσσα, ἐν τῇ συνηθείᾳ Πλούτ. 2. 22F, πρβλ. αὐτόθι C, 1113Α, καὶ Γραμμ. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζαν., 1) φόρος. 2) πληρωμή, μισθός.
Middle Liddell
συνήθεια, ἡ, συνήθης
I. habitual intercourse, acquaintance, society, intimacy, Lat. consuetudo, Aeschin., etc.
II. habit, custom, habituation, Hhymn., Plat.: c. gen., ἔργου habituation to a thing, Dem.
2. the customary use of a phrase, Aeschin.
Chinese
原文音譯:sun»qeia 尋-誒帖阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:共同-習常
字義溯源:共有的習俗,習慣於,熟悉,友誼,交誼,規矩;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἦθος)=習常)組成,其中 (ἦθος)出自(ἔθος)=習慣),而 (ἔθος)出自(ἔθω / εἴωθα)*=通常)。參讀 (ἔθος)同義字
出現次數:總共(3);約(1);林前(2)
譯字彙編:
1) 規矩(1) 林前11:16;
2) 習慣於(1) 林前8:7;
3) 一個規矩(1) 約18:39
English (Woodhouse)
acquaintance, custom, friendship, habit, intimacy, experience in, familiarity with, intimacy with, intimate knowledge of
Mantoulidis Etymological
(=συναναστροφή, φιλία, συνήθεια). Ἀπό τό συνήθης → σύν + ἦθος, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Translations
intimacy
Albanian: afërsi; Bulgarian: интимност; Catalan: intimitat; Chinese Mandarin: 親密, 亲密, 親近, 亲近; Czech: důvěrnost; Danish: intimitet; Dutch: intimiteit; Esperanto: kuneco, intimeco; Finnish: intiimiys; French: intimité; German: Intimität; Greek: οικειότητα; Ancient Greek: συνήθεια; Hindi: अंतरंगता; Ido: intimeso; Italian: intimità; Japanese: 親交, 親密さ; Khmer: ភាពស្និទ្ធស្នាល; Korean: 친교(親交), 친밀함; Latvian: intimitāte; Persian: نزدیکی, صمیمیت; Polish: intymność, bliskość; Portuguese: intimidade; Romanian: intimitate; Russian: близость, интимность; Spanish: intimidad; Swedish: intimitet
acquaintance
Albanian: njohje; Arabic: مَعْرِفَة; Armenian: ծանոթություն; Azerbaijani: tanışlıq; Belarusian: знаёмства; Breton: konesañs; Bulgarian: познанство; Czech: známost; Dutch: bekendheid; Finnish: tuttavuus, tuttavasuhde; French: relation, accointance, connaissance; Galician: familiaridade; Georgian: ნაცნობობა; German: Bekanntschaft, Umgang; Greek: γνωριμία; Ancient Greek: γνωριμότης, γνώρισις, ἐμπειρία, ἐμπειρίη, ἐπιστήμη, ξυνήθεια, συνήθεια, χρῆσις; Hungarian: ismeretség; Ingrian: tuttahus; Irish: aitheantas, aithnid; Italian: conoscenza; Japanese: 知り合い; Kazakh: таныстық; Kyrgyz: тааныштык; Latin: notitia; Latvian: pazīšanās; Lithuanian: pažintis; Macedonian: запознавање; Malayalam: പരിചയം; Persian: آشنایی; Polish: znajomość; Portuguese: familiaridade; Romanian: cunoștință; Russian: знакомство; Sardinian: connoschimentu; Serbo-Croatian Cyrillic: познанство; Roman: poznánstvo; Slovak: známosť; Slovene: poznanstvo; Spanish: amistad, conocimiento, junta, relación, trato; Swedish: bekantskap; Tajik: ошноӣ, шиносоӣ; Telugu: పరిచయము; Turkish: aşina; Ukrainian: знайомство; Uzbek: tanishlik; Volapük: seväd
sexual intercourse
Afrikaans: seksuele omgang; Albanian: marrëdhënie seksuale; Arabic: جِمَاع, مُجَامَعَة, مُضَاجَعَة; Armenian: սեռական հարաբերություն; Azerbaijani: cinsi əlaqə; Belarusian: палавыя зносіны, сукупленне, палавы акт, плоцевы акт; Bengali: যৌনসঙ্গম; Breton: darempredoù revel; Bulgarian: съвокупление, полово сношение; Burmese: သံဝါသ; Catalan: relació sexual; Chinese Cantonese: 性交; Mandarin: 性交, 房事, 交合; Czech: pohlavní styk, soulož; Danish: samleje; Dutch: geslachtsgemeenschap, sexuele betrekkingen, seksueel verkeer; Esperanto: amoro; Estonian: suguühe; Faroese: samlega; Finnish: yhdyntä, seksuaalinen kanssakäyminen; parittelu; French: coït, rapport sexuel, relation sexuelle, union charnelle, union sexuelle; Georgian: სქესობრივი კავშირი, სექსი, კოიტუსი, სქესობრივი აქტი; German: Geschlechtsverkehr, Koitus; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌹𐌲𐍂𐌹; Greek: συνουσία, ερωτική επαφή, ζευγάρωμα; Ancient Greek: ἀφροδίσια, ἀφροδισιασμός, βίνημα, βῖνος, γαμική ὁμιλία, γάμος, διφυής Ἔρως, ἔντευξις, ἐπιπλοκή, ζώνη, κοινωνία, κωβήλη, μίξις, μῖξις, μιξοιφία, ξύμμιξις, ξυνήθεια, ξύνοδος, ξυνουσία, ὁμιλία, ὁμιλίη, πλησιασμός, πόθοδος, πόσοδος, πρᾶξις ἡ γεννητική, πρόσοδος, σπλέκωμα, συγκαθεύδησις, σύμμειξις, συμμιξία, σύμμιξις, συμπλοκή, συνέλευσις, συνήθεια, σύνοδος, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη; Gujarati: સંભોગ; Hebrew: יַחֲסֵי מִין, הזדווגות \ הִזְדַּוְּגוּת; Hindi: संभोग, सहवास, सम्भोग; Hungarian: nemi közösülés, közösülés; Icelandic: kynmök, mök, samfarir; Ido: koito; Indonesian: hubungan seksual; Irish: comhriachtain, caidreamh collaí, bualadh craicinn, déanamh craicinn; Italian: rapporto sessuale, coito; Japanese: 性交; Kannada: ಸಂಭೋಗ; Kazakh: жыныстық акт, жыныстық қатынас; Khmer: ការរួមភេទ, រតិកម្ម; Korean: 성교(性交); Kurdish Northern Kurdish: guhnelî, perîn, têkiliyên zayendî, gan; Kyrgyz: жакындашуу, жыныстык жакындашуу; Lao: ການນອນນຳກັນ, ການຮ່ວມເພດ; Latin: coitus; Latvian: dzimumakts; Lithuanian: lytinis aktas, sueitis; Macedonian: полов однос, сексуален однос; Malagasy: firaisana ara-nofo, firaisana; Malay: persetubuhan; Malayalam: ലൈംഗികബന്ധം; Marathi: संभोग; Mongolian Cyrillic: хурьцал; Mongolian: ᠬᠤᠷᠢᠴᠠᠯ; Norwegian Bokmål: kjønnslig omgang, samleie; Old English: hǣmed, leġertēam, wīfġemāna; Oromo: gaana; Pashto: غو or; Persian: آمیزش, آمیزش جنسی, جماع; Polish: stosunek płciowy; Portuguese: relação sexual; Romanian: relație sexuală, futut, contact sexual; Russian: половое сношение, сношение, половой акт, совокупление, половой акт; Scots: conjugalitie; Serbo-Croatian Cyrillic: сексуални однос, сполни однос, сно̏ша̄ј; Roman: seksualni odnos, spolni odnos, snȍšāj; Sinhalese: ලිංගික සංසර්ගය; Slovak: pohlavný styk, súlož; Slovene: spolni odnos, spolno občevanje; Spanish: coito, relación sexual, cópula; Swedish: samlag; Tagalog: sariing talamitan, pagtatalik; Tajik: ҷамъкунӣ, яккунӣ, ҷамъшавӣ, якшавӣ, ҷимоъ; Tamil: பாலுறவு; Tatar: җенси якынлык, җенси мөнәсәбәт; Telugu: సంభోగము; Thai: การร่วมประเวณี, การร่วมเพศ, เพศสัมพันธ์; Turkish: cinsel ilişki, çiftleşmek, çiftleşme; Turkmen: jynsy gatnaşyk; Ukrainian: статеві зносини, злягання, статевий акт; Urdu: جماع; Uzbek: jinsiy aloqa, qovushish, qoʻshilish; Vietnamese: giao cấu, giao hợp, giao phối, tính giao
habit
Albanian: shprehi, gojdhânë; Arabic: عَادَة; Armenian: սովորություն, սովորույթ; Aromanian: huchi; Assamese: অভ্যাস; Asturian: vezu; Azerbaijani: adət; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай, звычка; Bengali: অভ্যাস; Breton: boaz; Bulgarian: навик; Burmese: ဝသီ, အလေ့အကျင့်; Catalan: costum; Chechen: ӏедал, ламаст; Chechen: ӏедал; Cherokee: ᎢᏯᏛᏁᎵᏓᏍᏗ; Chinese Cantonese: 習慣/习惯; Hakka: 習慣/习惯; Mandarin: 習慣/习惯; Min Nan: 習慣/习惯; Corsican: abitùdine; Crimean Tatar: adet; Czech: návyk, zvyk; Danish: vane; Dutch: gewoonte; Esperanto: kutimo; Estonian: harjumus; Even: хавкан; Evenki: татын, савкан; Faroese: vani; Finnish: tapa; French: habitude; Friulian: usance; Galician: hábito, costume; Georgian: ჩვევა, ჩვეულება; German: Gewohnheit, Habitus; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: ἔθιμον, ἔθισμα, ἐθισμός, ἔθος, εἶδος, ἕξις, ἐπιτήδευμα, θέμις, μελέτη, συνήθεια, τὸ μεμαθηκός, τρόπος; Gujarati: ટેવ; Haitian Creole: abitid; Hausa: dabu'a; Hawaiian: hana maʻa; Hebrew: הֶרְגֵּל, מִנְהָג; Hindi: अभ्यास; Hungarian: szokás; Icelandic: vani, venja; Ido: kustumo; Igbo: omume; Indonesian: kebiasaan, adat; Interlingua: habitude; Irish: cleachtadh, gnás, béas, nós, taithí; Italian: abitudine, consuetudine; Japanese: 習慣; Javanese: adat; Jeju: 쿠세; Kazakh: әдет; Khmer: ទំលាប់; Korean: 습관(習慣), 버릇; Kurdish Northern Kurdish: edet; Kyrgyz: адат; Lao: ນິໄສ; Latin: habitus; Latvian: ieradums, paradums, paradums; Lithuanian: įprotis; Macedonian: навика; Malay: tabiat, kebiasaan, adat; Maltese: drawwa; Manx: cliaghtey, oash; Marathi: सवय; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: зан, зуршил; Nepali: अभ्यास; Ngazidja Comorian: twaɓia; Norwegian Bokmål: vane, sedvane; Nynorsk: vane, sedvane; Occitan: costuma, abitud; Old English: þēaw; Oriya: ଅଭ୍ୟାସ; Pashto: عادت; Persian: عادت; Plautdietsch: Sitten; Polish: nawyk inan, zwyczaj inan; Portuguese: hábito, costume; Punjabi: ਆਦਤ, ਆਦਤਾਂ; Romanian: obicei, habitudine; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: привычка, обычай, обыкновение, традиция; Sanskrit: अभ्यास; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: навика, привика; Roman: navika, privika; Sicilian: abbitùtini; Slovak: zvyk, návyk; Slovene: navada; Somali: caado; Spanish: costumbre, hábito; Swedish: vana; Tajik: одат; Tatar: гадәт; Telugu: అలవాటు; Thai: นิสัย; Tocharian B: yakne; Turkish: alışkanlık, adet; Turkmen: endik, adat; Ukrainian: звичка; Urdu: عادت; Uyghur: ئادەت; Uzbek: odat; Vietnamese: thói quen; Volapük: kösömot; Walloon: abitude, alaedje; Welsh: arferiad; Yiddish: געוווינהייט
habituation
Bulgarian: свикване, приучване; Czech: habituace; Dutch: gewenning; Greek: εξοικείωση, εθισμός; Ancient Greek: ἐθισμός, ξυνήθεια, ὁδοποίησις, προσεθισμός, συνεθισμός, συνήθεια; Indonesian: habituasi; Latin: consuetudo; Polish: habituacja; Russian: привыкание, приобретение привычки, приспособление, адаптация; Spanish: habituación
custom
Adyghe: хабзэ; Afrikaans: gebruik; Albanian: doke, adet; Arabic: عَادَة, عُرْف; Armenian: սովորույթ, սովորություն; Avar: гӏадат; Azerbaijani: adət, adət-ənənə; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай; Bengali: প্রথা, রসম, রেওয়াজ, আদত; Bulgarian: обичай, привичка, навик; Burmese: ထုံးစံ, ဓလေ့; Catalan: costum; Cebuano: batasan; Chechen: ӏадат; Chinese Mandarin: 習慣/习惯, 習俗/习俗, 風俗/风俗, 俗例; Czech: obyčej, zvyk; Danish: skik, sædvane; Dutch: manieren, gebruiken; Esperanto: kutimo; Estonian: tava, komme; Finnish: tapa; French: coutume; Galician: costume, doito, vezo; Georgian: ჩვეულება, წესი; German: Brauch, Gewohnheit, Sitte; Gothic: 𐌱𐌹𐌿𐌷𐍄𐌹; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: συνήθεια, δίκη; Hebrew: מִנְהָג; Hindi: रिवाज, रस्म, प्रथा; Hungarian: szokás; Iban: adat; Icelandic: siðvenja; Ido: kustumo; Indonesian: adat; Irish: nós, gnás, béas, cleachtadh; Italian: usanza, costume, uso; Japanese: 習慣, 風俗; Kazakh: ғұрып, әдет, әдет-ғұрып, салт; Khmer: ទំនៀម, ប្រវេណី, ប្រពៃណី; Korean: 습관(習慣), 풍속(風俗), 풍습; Kyrgyz: адат, урп-адат, салт; Lao: ກະບິນ, ຈາລີດ, ທັມນຽມ; Latin: consuetudo; Latvian: paraža, paradums; Lithuanian: paprotys; Macedonian: обичај, навика; Malay: adat; Malayalam: ആചാരം; Maore Comorian: mila, udzevu; Mongolian: ёс, заншил; Norwegian Bokmål: bruk, skikk; Occitan: costuma; Old English: behogadnes; Ottoman Turkish: قاعده; Pashto: دود, رسم, عرف; Persian: رسم, عادت, هند, عرف; Plautdietsch: Tracht, Sitten; Polish: zwyczaj, obyczaj, nawyk, moda; Portuguese: costume, hábito; Romanian: obicei; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: обычай, привычка; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: обичај; Roman: običaj; Sicilian: usu, abbitùddini, usanza, custumi, tradizziuni; Slovak: obyčaj, zvyk; Slovene: običaj; Southern Altai: јаҥ; Spanish: habituación, costumbre, usanza; Swedish: sed, vana, sedvänja; Tagalog: ugali; Tajik: расм, одат, урфу одат, урф; Tamil: வழமை; Thai: แบบแผน, ธรรมเนียม, จารีต; Turkish: adet, görenek; Turkmen: adat, urp-adat, dessur; Ukrainian: звичай, обичай; Urdu: رواج, رسم, ضابطہ, عرف; Uyghur: رەسىم; Uzbek: odat; Vietnamese: tập quán, phong tục, tục lệ; Walloon: uzaedje; White Hmong: cai