συμβολικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qui explique à l'aide d'un signe, symbolique ; τὸ συμβολικόν PLUT caractère symbolique.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
|btext=ή, όν :<br />qui explique à l'aide d'un signe, symbolique ; τὸ συμβολικόν PLUT caractère symbolique.<br />'''Étymologie:''' [[συμβολή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμβολικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς [[σύμβολον]], ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, [[συμβολικός]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, [[μάλιστα]] πρὸς κοινὸν [[συμπόσιον]], [[πρόποσις]] Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D.
|elnltext=συμβολικός -ή -όν [συμβάλλω] betaald door bijdragen van de deelnemers.
}}
{{elru
|elrutext='''συμβολικός:''' [[συμβολή]] устраиваемый вскладчину, на общий счет ([[πρόποσις]] Anth.).<br />[[σύμβολον]] выражаемый жестами или символами (τὰ Αἰγυπτίων μυστικώτερα Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμβολικός:''' -ή, -όν ([[σύμβολον]]), αυτός που καταδεικνύει μέσω ενός χαρακτηριστικού σημείου ή συμβόλου, [[συμβολικός]], [[αναπαραστατικός]], [[εικαστικός]], [[εικονικός]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συμβολικός:''' -ή, -όν ([[σύμβολον]]), αυτός που καταδεικνύει μέσω ενός χαρακτηριστικού σημείου ή συμβόλου, [[συμβολικός]], [[αναπαραστατικός]], [[εικαστικός]], [[εικονικός]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμβολικός:''' [[συμβολή]] устраиваемый вскладчину, на общий счет ([[πρόποσις]] Anth.).<br />[[σύμβολον]] выражаемый жестами или символами (τὰ Αἰγυπτίων μυστικώτερα Luc.).
|lstext='''συμβολικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς [[σύμβολον]], ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, [[συμβολικός]], Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, [[μάλιστα]] πρὸς κοινὸν [[συμπόσιον]], [[πρόποσις]] Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D.
}}
{{elnl
|elnltext=συμβολικός -ή -όν [συμβάλλω] betaald door bijdragen van de deelnemers.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμβολικός]], ή, όν [[σύμβολον]]<br />signifying by a [[sign]] or [[symbol]], [[symbolical]], [[figurative]], Luc. [from [[σύμβολον]]
|mdlsjtxt=[[συμβολικός]], ή, όν [[σύμβολον]]<br />signifying by a [[sign]] or [[symbol]], [[symbolical]], [[figurative]], Luc. [from [[σύμβολον]]
}}
}}