συμβολικός

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβολικός Medium diacritics: συμβολικός Low diacritics: συμβολικός Capitals: ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: symbolikós Transliteration B: symbolikos Transliteration C: symvolikos Beta Code: sumboliko/s

English (LSJ)

συμβολική, συμβολικόν,
A of or belonging to a συμβολή or a σύμβολον, esp.,
1 symbolical, figurative, riddling, ἀπόκρισις Ph.1.617, cf. Plu.2.354f; τρόπος τῆς διδασκαλίας Iamb.VP5.20: Comp., Ph.2.295. Adv., συμβολικῶς φράζειν = by signs, Plu.2.511b, cf. Ph. 2.242, al., Gal.13.272: Comp., Luc.Salt.59; also, by way of correspondence (cf. σύμβολον III.5), τῷ ἐρωτήματι ἕπεται συμβολικῶςἀπόκρισις Stoic.2.62.
2 paid for by subscription, πρόποσις AP5.133 (Posidipp.); κώθων Antig.Caryst. ap. Ath.12.547d.
3 conventional, μετάθεσις A.D.Synt. 187.7, cf. Conj.226.20; τὸ ἐπικείμενον ἑκάστῳ ὄνομα σ. ἐστιν Syrian. in Hermog.1.106 R. Adv. συμβολικῶς ibid., A.D.Synt.314.6: Comp., ib.8.
4 συμβολικά, τά, charge for making out a receipt, POxy.1650a5 (ii A.D.), etc.
5 συμβολική, ἡ, mantic art which employs σύμβολα 111.2, Gal.14.615.

German (Pape)

[Seite 979] ή, όν, zur συμβολή od. zum σύμβολον gehörig, bes. a) durch ein Zeichen andeutend, symbolisch, Luc. de salt. 59, συμβολικῶς ἄνευ φωνῆς φράζειν Plut. de garrul. 17; – zum Errathen od. Schließen aus Zeichen gehörig, Sp. – b) zum Beitrage, zum Picknick gehörig, κώθων Ath. XII, 547 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui explique à l'aide d'un signe, symbolique ; τὸ συμβολικόν PLUT caractère symbolique.
Étymologie: συμβολή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβολικός -ή -όν [συμβάλλω] betaald door bijdragen van de deelnemers.

Russian (Dvoretsky)

συμβολικός: συμβολή устраиваемый вскладчину, на общий счет (πρόποσις Anth.).
σύμβολον выражаемый жестами или символами (τὰ Αἰγυπτίων μυστικώτερα Luc.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμβολικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[[σύμβολο]](ν)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύμβολο, αυτός που σημαίνει κάτι με σύμβολο ή παριστάνεται με σύμβολα (α. «συμβολική παράσταση» β. «συμβολικὴ ἀπόκρισις», Φίλ.
γ. «συμβολικὸς τρόπος διδασκαλίας», Ιάμβλ.)
2. αλληγορικός («συμβολικὸν καὶ αἰνιγματῶδες εἶδος», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
1. εικονικός, μη ουσιαστικός (α. «έδωσε ένα συμβολικό ποσόν» β. «η αμοιβή του είναι συμβολική»)
2. το θηλ. ως ουσ. η συμβολική
α) η συστηματική χρήση συμβόλων ως μέσων έκφρασης, καθώς και η θεωρητική διερεύνηση της διεργασίας αυτής
β) (φιλοσ.) δομή που επιτρέπει τη μετάβαση από το σύνολο ενός σημασιολογικού πεδίου σε ένα άλλο σημασιολογικό πεδίο
γ) μάθημα του συστηματικού κλάδου της θεολογίας, το οποίο αναφέρεται στη μελέτη τών θεολογικών διαφορών τών χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών με βάση τη θεολογική τους παράδοση ή και τα συμβολικά τους βιβλία
3. φρ. α) «συμβολικά βιβλία»
εκκλ. εκκλησιαστικά βιβλία που περιέχουν τα σύμβολα πίστεως κάθε Εκκλησίας ή Ομολογίας
β) «συμβολική λογική»
(λογ.) η λογική που χρησιμοποιεί συστήματα συμβόλων και μαθηματικές πράξεις και μεθόδους για να εκφράσει τις σχέσεις τών εννοιών και τών προτάσεων, αλλ. μαθηματική λογική
γ) «συμβολικός λογισμός»
μαθημ. μελέτη τών ιδιοτήτων και εφαρμογές συναρτήσεων που συνδέονται με την ολοκληρωτική σχέση του Λαπλάς
μσν.-αρχ.
1. αυτός που προεικονίζει αυτά που θα συμβούν («...τῆς σκιώδους διδασκαλίας διὰ τῶν τυπικῶν τε καὶ συμβολικῶν νοημάτων οὐκέτι προσδέεται», Γρηγ. Νύσσ.)
2. το αρσ. ως ουσ.συμβολικός
ο μάντης
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβολή, σε ερανικό συμπόσιο («συμβολικὴ πρόποσις», Αθήν.)
2. αντιπροσωπευτικός, τυπικός μιας πραγματικότητας («διττὴν... τὴν τῶν θεολόγων παράδοσιν... τὴν μὲν συμβολικὴν καὶ τελεστικήν, τὴν δὲ φιλόσοφον καὶ ἀποδεικτικήν», Διον. Αρεοπ.)
3. μυστικός («ἡ συμβολικὴ διδασκαλία μυσταγωγεῖ ταῖς ἐν ὕδασι τρισὶ καταδύσεσι... Ἰησοῦ... μιμεῖσθαι θάνατον», Δίον. Αρεοπ.)
4. αυτός που γίνεται εθιμικά, ως αναπαράσταση, σε αντιδιαστολή προς τον πραγματικό («ἔθος... τὰς ἀγάμους κόρας... θρηνεῖν διὰ τῶν συμβολικῶν γάμων», Κύρ.)
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμβολική
η μαντική που εξετάζει σύμβολα
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ συμβολικά
υποχρεώσεις που πρέπει να εξοφληθούν σε χρήμα ή σε είδος.
επίρρ...
συμβολικώς / συμβολικῶς ΝΜΑ, και συμβολικά Ν
1. με σύμβολα, με χρήση συμβόλων
2. με κάποιο σύμβολο, με κάποια μορφή που προεικονίζει κάτι που θα γίνει
μσν.-αρχ.
με μαντική, με μέσα της μαντικής
αρχ.
1. με ανταπόκριση, με ανταπάντηση
2. με συμβολή, με ερανικό συμπόσιο.

Greek Monotonic

συμβολικός: -ή, -όν (σύμβολον), αυτός που καταδεικνύει μέσω ενός χαρακτηριστικού σημείου ή συμβόλου, συμβολικός, αναπαραστατικός, εικαστικός, εικονικός, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμβολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολὴν ἢ εἰς σύμβολον, ἰδίως, 1) ὁ δεικνύων, σημαίνων διὰ σημείου ἢ συμβόλου, συμβολικός, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 59˙ ― Ἐπίρρ. συμβολικῶς φράζειν, διὰ σημείων συμβολικῶν, Πλούτ. 2. 511Β, πρβλ. Διογ. Λ. 7. 66. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς συμβολήν, εἰς ἔρανον, μάλιστα πρὸς κοινὸν συμπόσιον, πρόποσις Ἀνθ. Π. 5. 134, πρβλ. Ἀθήν. 547D.

Middle Liddell

συμβολικός, ή, όν σύμβολον
signifying by a sign or symbol, symbolical, figurative, Luc. [from σύμβολον