αὐτόνομος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se régit par ses propres lois, indépendant, autonome <i>en parl. d'États et de personnes</i>;<br /><b>2</b> qui agit de soi-même, volontairement <i>ou</i> spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νέμω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se régit par ses propres lois, indépendant, autonome <i>en parl. d'États et de personnes</i>;<br /><b>2</b> qui agit de soi-même, volontairement <i>ou</i> spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόνομος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий по собственным законам]], [[автономный]], [[независимый]], [[самостоятельный]] ([[ἄνδρες]] Her.; πόλεις Arst., Polyb.; [[πολιτεία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[свободный]], [[вольный]] (Xen.; θηρῶν αὐτόνομοι ἀγέλαι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[добровольный]] (αὐ. Ἀΐδαν καταβήσει Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόνομος:''' -ον ([[νέμομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ζει [[κάτω]] από τους δικούς του κανόνες, [[ανεξάρτητος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[θέληση]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που τρέφεται και περιφέρεται κατά [[βούληση]], σε Ανθ.
|lsmtext='''αὐτόνομος:''' -ον ([[νέμομαι]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ζει [[κάτω]] από τους δικούς του κανόνες, [[ανεξάρτητος]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, αυτός που προέρχεται από την ελεύθερη [[θέληση]] κάποιου, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για ζώα, αυτός που τρέφεται και περιφέρεται κατά [[βούληση]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόνομος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[живущий по собственным законам]], [[автономный]], [[независимый]], [[самостоятельный]] ([[ἄνδρες]] Her.; πόλεις Arst., Polyb.; [[πολιτεία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[свободный]], [[вольный]] (Xen.; θηρῶν αὐτόνομοι ἀγέλαι Anth.);<br /><b class="num">3)</b> [[добровольный]] (αὐ. Ἀΐδαν καταβήσει Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj