Anonymous

αὐτόνομος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se rige por sus propias leyes]], [[independiente]], [[autónomo]], [[αὐτόνομος]] ζῶσα μόνη δὴ θνατῶν Ἀΐδαν καταβήσει S.<i>Ant</i>.821, muy frec. en usos pred., de ciudades y pueblos, Hdt.1.96, 1.144, Th.1.67, 97, 113, 2.16, Hp.<i>Aër</i>.16, 25, op. [[ἐλεύθερος]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.43.10 (IV a.C.), Plb.4.27.5, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3301.5 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> de ganado [[que pace en libertad]], <i>AP</i> 7.8 (Antip.Sid.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se rige por sus propias leyes]], [[independiente]], [[autónomo]], [[αὐτόνομος]] ζῶσα μόνη δὴ θνατῶν Ἀΐδαν καταβήσει S.<i>Ant</i>.821, muy frec. en usos pred., de ciudades y pueblos, Hdt.1.96, 1.144, Th.1.67, 97, 113, 2.16, Hp.<i>Aër</i>.16, 25, op. [[ἐλεύθερος]] <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.43.10 (IV a.C.), Plb.4.27.5, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3301.5 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> de ganado [[que pace en libertad]], <i>AP</i> 7.8 (Antip.Sid.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se régit par ses propres lois, indépendant, autonome <i>en parl. d'États et de personnes</i>;<br /><b>2</b> qui agit de soi-même, volontairement <i>ou</i> spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νέμω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτόνομος''': -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ [[πόλεων]], Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ συχν. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· [[προσέτι]], αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ [[πόλις]]… ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) [[καθόλου]], κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ [[αὐτόνομος]], ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31.
|lstext='''αὐτόνομος''': -ον, ὁ αὐτονομούμενος, ἀνεξάρτητος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τυραννευόμενος, ἐπὶ προσώπων καὶ [[πόλεων]], Ἡρόδ. 1. 96., 8. 140, 1, καὶ συχν. παρὰ Θουκ., π.χ. αὐτ. οἰκεῖν 2. 63· ἀφιέναι αὐτ. τινα 1. 139· αὐτ. ποιεῖν τινα 5. 33· [[προσέτι]], αὐτ. ἀπὸ τινος Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 36· ἡ [[πόλις]]… ἐλευθέρα καὶ αὐτ. Συλλ. Ἐπιγρ. 340, κ. ἀλλ. 2) [[καθόλου]], κατ’ ἰδίαν ἐλευθέραν θέλησιν, ἀλλ’ [[αὐτόνομος]], ζῶσα μόνη δὴ θνητῶν Ἀΐδην καταβήσει Σοφ. Ἀντ. 821· πρβλ. Ξεν. Λακ. 3, 1. 3) ἐπὶ θηρίων, ὁ ζῶν καὶ περιφερόμενος ἐν τοῖς δρυμοῖς καὶ τοῖς ὄρεσιν ἐλευθέρως, Ἀνθ. Π. 7. 8. ― Ἐπίρρ. -μως Φωτ. Βιβλ. σ. 205. 31.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se régit par ses propres lois, indépendant, autonome <i>en parl. d'États et de personnes</i>;<br /><b>2</b> qui agit de soi-même, volontairement <i>ou</i> spontanément.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νέμω]].
}}
}}
{{grml
{{grml