3,277,636
edits
(5) |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>1ᵉ pl. épq. sbj. ao.2 de</i> [[καταβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταβείομεν:''' эп. (= καταβῶμεν) 1 л. pl. conjct. к [[καταβαίνω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβείομεν''': Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[καταβαίνω]]. | |lstext='''καταβείομεν''': Ἐπικ. ὑποτ. ἀόρ. β΄ τοῦ [[καταβαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταβείομεν:''' Επικ. αντί <i>καταβῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]]· [[καταβήμεναι]], αντί <i>καταβῆναι</i>, απαρ. αορ. βʹ· [[καταβήσεο]], αντί <i>κατάβησαι</i>, Μέσ. προστ. αορ. αʹ. | |lsmtext='''καταβείομεν:''' Επικ. αντί <i>καταβῶμεν</i>, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]]· [[καταβήμεναι]], αντί <i>καταβῆναι</i>, απαρ. αορ. βʹ· [[καταβήσεο]], αντί <i>κατάβησαι</i>, Μέσ. προστ. αορ. αʹ. | ||
}} | }} |