κλαρία: Difference between revisions

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=v. [[κληρίον]].
}}
{{elru
|elrutext='''κλᾱρία:''' τά [дор. pl. к [[κληρίον]] долговая книга, список задолженности Plut.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλαρία''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρία, τά, συγγραφὴ χρεωστική, «ὁμόλογον», Πλουτ. Ἆγις 13.
|lstext='''κλαρία''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρία, τά, συγγραφὴ χρεωστική, «ὁμόλογον», Πλουτ. Ἆγις 13.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=v. [[κληρίον]].
|mltxt=[[κλαρία]] ή, δ. γρφ., [[κλάρια]], τὰ (Α) [[κλάρος]]<br />γραπτές ομολογίες χρέους, χρεωστικά έγγραφα, χρεώγραφα («τὰ παρὰ τῶν χρεωστῶν γραμματεῖα... ἅ [[κλαρία]] καλοῦσι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 13:45, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

v. κληρίον.

Russian (Dvoretsky)

κλᾱρία: τά [дор. pl. к κληρίον долговая книга, список задолженности Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κλαρία: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρία, τά, συγγραφὴ χρεωστική, «ὁμόλογον», Πλουτ. Ἆγις 13.

Greek Monolingual

κλαρία ή, δ. γρφ., κλάρια, τὰ (Α) κλάρος
γραπτές ομολογίες χρέους, χρεωστικά έγγραφα, χρεώγραφα («τὰ παρὰ τῶν χρεωστῶν γραμματεῖα... ἅ κλαρία καλοῦσι», Πλούτ.).