μεταδοκέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d'avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l'expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d'avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l'expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδοκέω:''' (только 3 л. в знач. impers.) менять свое мнение, передумывать ([[ἐπεί]] τε [[οὕτω]] μετέδοξε Her.): μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Her. я раздумал воевать; μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω εἶναι Luc. ты передумал, решив, что так лучше.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]], Παθ. παρακ. -[[δέδογμαι]]· [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[κυρίως]] απρόσ., δείσασα μή [[σφι]] μεταδόξῃ, [[καθώς]] φοβόταν ότι θα άλλαζαν τη [[γνώμη]] τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], άλλαξες τη [[γνώμη]] [[σου]] και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε Λουκ.· μτχ. <i>μεταδόξαν</i>, όταν άλλαξαν τη [[γνώμη]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι</i>, αφ' ότου έχω αλλάξει τη [[γνώμη]] μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μεταδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]], Παθ. παρακ. -[[δέδογμαι]]· [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[κυρίως]] απρόσ., δείσασα μή [[σφι]] μεταδόξῃ, [[καθώς]] φοβόταν ότι θα άλλαζαν τη [[γνώμη]] τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], άλλαξες τη [[γνώμη]] [[σου]] και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε Λουκ.· μτχ. <i>μεταδόξαν</i>, όταν άλλαξαν τη [[γνώμη]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι</i>, αφ' ότου έχω αλλάξει τη [[γνώμη]] μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταδοκέω:''' (только 3 л. в знач. impers.) менять свое мнение, передумывать ([[ἐπεί]] τε [[οὕτω]] μετέδοξε Her.): μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Her. я раздумал воевать; μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω εἶναι Luc. ты передумал, решив, что так лучше.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[δόξω]] perf. [[pass]]. -[[δέδογμαι]]<br />to [[change]] one's [[opinion]]:—[[mostly]] impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in [[fear]] [[lest]] they should [[change]] [[their]] [[mind]], Hdt.; c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] you changed [[your]] [[mind]] and [[thought]] that [[this]] was [[better]], Luc.:—[[part]]., μεταδόξαν [[when]] they changed [[their]] [[mind]], Dem.; and in Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι [[since]] I [[have]] changed my [[mind]] and resolved not to [[march]], Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -[[δόξω]] perf. [[pass]]. -[[δέδογμαι]]<br />to [[change]] one's [[opinion]]:—[[mostly]] impers., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ in [[fear]] [[lest]] they should [[change]] [[their]] [[mind]], Hdt.; c. acc. et inf., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] you changed [[your]] [[mind]] and [[thought]] that [[this]] was [[better]], Luc.:—[[part]]., μεταδόξαν [[when]] they changed [[their]] [[mind]], Dem.; and in Pass., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι [[since]] I [[have]] changed my [[mind]] and resolved not to [[march]], Hdt.
}}
}}