3,251,672
edits
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[δοκέω]]), anders meinen; im act. imperf., [[ἐπεί]] τε οὕτω μετέδοξε [[ἐμοί]], da es mir so anders beliebt, ich meine Meinung geändert habe, Her. 4, 98; δείσασα, μή σφι μεταδόξῃ, 5, 92, 4; so auch perf. pass., ὡς ὦν μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, da ich meine Ansicht dahin geändert habe, nicht zu Felde zu ziehen, 7, 13; μηδ' ἂν μεταδόξῃ ποτὲ ψηφισαμένους ἐξεῖναι δοῦναι, Dem. 20, 34; Sp., wie Luc. pro merced. cond. 3, μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι; absol., Plut. Crass. 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] (s. [[δοκέω]]), anders meinen; im act. imperf., [[ἐπεί]] τε οὕτω μετέδοξε [[ἐμοί]], da es mir so anders beliebt, ich meine Meinung geändert habe, Her. 4, 98; δείσασα, μή σφι μεταδόξῃ, 5, 92, 4; so auch perf. pass., ὡς ὦν μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι, da ich meine Ansicht dahin geändert habe, nicht zu Felde zu ziehen, 7, 13; μηδ' ἂν μεταδόξῃ ποτὲ ψηφισαμένους ἐξεῖναι δοῦναι, Dem. 20, 34; Sp., wie Luc. pro merced. cond. 3, μετέδοξέ σοι ταῦτα βελτίω εἶναι; absol., Plut. Crass. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d'avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l'expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταδοκέω''': μέλλ. -δόξω, [[μεταβάλλω]] γνώμην· ― τὸ πλεῖστον ἀπροσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, φοβηθεῖσα [[μήπως]] [[ἤθελον]] μεταβάλει γνώμην, Ἡρόδ. 5. 92, 4· ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ὁ αὐτ. 4. 98· ἂν μεταδόξῃ ποτὲ Δημ. 467. 21· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], μετέβαλες γνώμην καὶ ἐνόμισας ὅτι..., Λουκ. Ἀπολογ. (π. τῶν Μισθ. Συνόντ.) 3· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., μεταδόξαν αὐτῷ μὴ [[ἐκεῖσε]] [[πλεῖν]] Δημ. 1241· ἐν τέλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 7. 13. Πρβλ. [[μεταβουλεύω]]. | |lstext='''μεταδοκέω''': μέλλ. -δόξω, [[μεταβάλλω]] γνώμην· ― τὸ πλεῖστον ἀπροσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, φοβηθεῖσα [[μήπως]] [[ἤθελον]] μεταβάλει γνώμην, Ἡρόδ. 5. 92, 4· ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ὁ αὐτ. 4. 98· ἂν μεταδόξῃ ποτὲ Δημ. 467. 21· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], μετέβαλες γνώμην καὶ ἐνόμισας ὅτι..., Λουκ. Ἀπολογ. (π. τῶν Μισθ. Συνόντ.) 3· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., μεταδόξαν αὐτῷ μὴ [[ἐκεῖσε]] [[πλεῖν]] Δημ. 1241· ἐν τέλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 7. 13. Πρβλ. [[μεταβουλεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |