ἐπίχαρις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br />plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br />plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχᾱρις:''' ι, gen. ῐτος<br /><b class="num">1)</b> [[любезный]], [[приятный]], [[обходительный]] (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ [[χάριν]] οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);<br /><b class="num">2)</b> [[ласковый]], [[кроткий]] ([[θηρίον]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίχᾱρις:''' ι, gen. ῐτος<br /><b class="num">1)</b> [[любезный]], [[приятный]], [[обходительный]] (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ [[χάριν]] οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);<br /><b class="num">2)</b> [[ласковый]], [[кроткий]] ([[θηρίον]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj