3,277,218
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br />plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]]. | |btext=ις, ι ; <i>gén.</i> ιτος;<br />plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίχᾱρις:''' ι, gen. ῐτος<br /><b class="num">1)</b> [[любезный]], [[приятный]], [[обходительный]] (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ [[χάριν]] οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);<br /><b class="num">2)</b> [[ласковый]], [[кроткий]] ([[θηρίον]] Xen.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐπίχᾰρις:''' ὁ, ἡ, ουδ. <i>-χαρι</i>, [[ευχάριστος]], [[συμπαθητικός]], [[αρεστός]], [[χαριτωμένος]], σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>τὸ ἐπίχαρι</i>, [[ευγένεια]] στη [[συμπεριφορά]], στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι <i>ἐπιχαριτώτερος</i>, <i>ἐπιχαριτώτατος</i> (όπως αν προερχόταν από το [[ἐπιχάριτος]]), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, <i>ἐπιχαρίτως</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |