ἐπίχαρις
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. ἐπίχαρι, pleasing, charming, οὐδ' ἐ. Ἄρης A.Th.910 (lyr.), etc.; ἐ. ἐν ταῖς συνουσίαις X.Cyr.1.4.4; χάρις οὐκ ἐ. Pl.Lg.853d; σιμός, ἐ. κληθείς Id.R.474d; θηρίον ἐπίχαρι, of the hare, X.Cyn.5.33; τὸ ἐπίχαρι = pleasantness of manner, Id.An.2.6.12; elegance, of mathematical study, Pl.R. 528d: Comp. and Sup. ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (as if from ἐπιχάριτος which is found later, Alciphr. 2.4, Ptol.Tetr.166, prob. in 164), X.Smp.7.5, Oec.7.37. Adv. ἐπιχαρίτως Id.Ap.4, Isoc.15.8; Boeot. ἐπιχαρίτως dub. l. in Ar.Ach.867.
German (Pape)
[Seite 1002] ι, anmutig, reizend, gefällig, οὐδ' ἐπίχαρις Ἄρης Aesch. Spt. 893; Plat. Rep. V, 474 d; ἐν ταῖς συνουσίαι ς Xen. Cyr. 1, 4, 4; θηρίον, der Haase, Cyn. 5, 33; τὸ ἐπίχαρι, das Gefällige, Einnehmende, Plat. Rep. VII, 528 d; Xen. An. 2, 6, 12; – comp. ἐπιχαριτώτερος, Xen. Cyr. 8, 2, 2 Conv. 7, 5; ἐπιχαριτώτατος Oec. 7, 37. – Adv. ἐπιχαρίτως, z. B. εἰπεῖν Xen. Apol. 4; Isocr. 15, 8 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ις, ι ; gén. ιτος;
plaisant, agréable, aimable ; τὸ ἐπίχαρι XÉN l'amabilité, la grâce.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχᾱρις: ι, gen. ῐτος
1 любезный, приятный, обходительный (ἐν ταῖς σινουσίαις Xen.): ὧν δὴ χάριν οὐκ ἐπίχαριν Plat. ирон. по прискорбной милости этих-то (людей);
2 ласковый, кроткий (θηρίον Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, οὐδ. ἐπίχαρι, εὐάρεστος, εὐχάριστος, θελκτικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 910 (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ δάκτυλον, οἷον τὸ εὔχαρις), κτλ.· ἐπ. ἐν ταῖς συνουσίαις Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4· χάρις οὐκ ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 853D· σιμὸς ἐπ. κληθεὶς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε· θηρίον ἐπ., ἐπὶ τοῦ λαγωοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 33· τὸ ἐπίχαρι, τρόπος εὐάρεστος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 2. 6, 12, Πλάτ. Πολ. 528D· τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. εἶναι ἐπιχαριτώτερος, -τατος (ἐκ θετικοῦ ἐπιχάριτος), συχν. παρὰ Ξεν., πρβλ. Bornem. ἐν Συμπ. 3. 9., 7, 5. Τὸ Ἐπίρρ. εἶναι ὡσαύτως ἐπιχαρίτως, Ξεν. Ἀπολ. 4, Ἰσοκρ. 311Ε· Βοιωτ. ἐπιχαρίττως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 867, πρβλ. ἐπιχαρίζομαι.
Greek Monolingual
ἐπίχαρις, -ι (AM)
1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι
α) ευχάριστο ήθος, πολιτισμένη συμπεριφορά
β) κομψότητα κατασκευής ή συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρις (< χάρις)].
Greek Monotonic
ἐπίχᾰρις: ὁ, ἡ, ουδ. -χαρι, ευχάριστος, συμπαθητικός, αρεστός, χαριτωμένος, σε Αισχύλ., Ξεν.· τὸ ἐπίχαρι, ευγένεια στη συμπεριφορά, στον ίδ.· οι συγκρ. και υπερθ. είναι ἐπιχαριτώτερος, ἐπιχαριτώτατος (όπως αν προερχόταν από το ἐπιχάριτος), στον ίδ.· επίρρ., επίσης, ἐπιχαρίτως, στον ίδ.
Middle Liddell
pleasing, agreeable, charming, Aesch., Xen.:— τὸ ἐπίχαρι pleasantness of manner, Xen.—The comp. and Sup. are ἐπιχαριτώτερος, -τατος (as if from ἐπιχάριτοσ), Xen.: adv. is also ἐπιχαρίτως, Xen.