ὀμφή: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> voix divine, voix prophétique, oracle;<br /><b>2</b> voix <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Ἐπ, parler, &gt; [[ἔπος]], [[ὄψ]], avec insertion d’un μ ; cf. [[κόρυμβος]] de [[κορυφή]], [[στρόμβος]] de [[στρέφω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> voix divine, voix prophétique, oracle;<br /><b>2</b> voix <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. Ἐπ, parler, &gt; [[ἔπος]], [[ὄψ]], avec insertion d’un μ ; cf. [[κόρυμβος]] de [[κορυφή]], [[στρόμβος]] de [[στρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφή:''' дор. [[ὀμφά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[голос]], [[глас]], [[зов]] ([[θεῶν]] Hom.; κατ᾽ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος Soph.): ὀμφὰν κληροῦν Eur. прорицать метанием жребия;<br /><b class="num">2)</b> [[звук]], [[пение]] (γλυκεῖαι ὀμφαί Pind.): ἰύζειν ὀμφὰν [[οὐρανίαν]] Aesch. запеть песнь небу.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμφή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[φωνή]] θεού (αντίθ. προς το [[αὐδή]], ανθρώπινη [[φωνή]]), σε Όμηρ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' [[ὀμφή]], λέγεται για τη [[φωνή]] τη σταλμένη από τον [[Δία]], που άκουσε στο όνειρό του ο Αγαμέμνονας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κατ' ὀμφὴν σήν</i>, με το [[άκουσμα]] του ονόματός [[σου]] ([[καθώς]] το όνομα Οιδίποδας εμπεριείχε [[κάτι]] το τρομερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γλυκιά και μελωδική [[φωνή]], σε Πίνδ.· [[φωνή]], [[ήχος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὀμφή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[φωνή]] θεού (αντίθ. προς το [[αὐδή]], ανθρώπινη [[φωνή]]), σε Όμηρ.· θείη δέ μιν ἀμφέχυτ' [[ὀμφή]], λέγεται για τη [[φωνή]] τη σταλμένη από τον [[Δία]], που άκουσε στο όνειρό του ο Αγαμέμνονας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κατ' ὀμφὴν σήν</i>, με το [[άκουσμα]] του ονόματός [[σου]] ([[καθώς]] το όνομα Οιδίποδας εμπεριείχε [[κάτι]] το τρομερό), σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> γλυκιά και μελωδική [[φωνή]], σε Πίνδ.· [[φωνή]], [[ήχος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφή:''' дор. [[ὀμφά]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[голос]], [[глас]], [[зов]] ([[θεῶν]] Hom.; κατ᾽ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος Soph.): ὀμφὰν κληροῦν Eur. прорицать метанием жребия;<br /><b class="num">2)</b> [[звук]], [[пение]] (γλυκεῖαι ὀμφαί Pind.): ἰύζειν ὀμφὰν [[οὐρανίαν]] Aesch. запеть песнь небу.
}}
}}
{{etym
{{etym