ὑποχείριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui est sous la main;<br /><b>2</b> qui est sous la dépendance de, soumis à, τινι : ὑποχείριον ποιεῖν τινά τινι HDT remettre qqn entre les mains, <i>càd</i> au pouvoir d’un autre ; ὑποχείριον ποιεῖσθαι HDT soumettre à sa puissance ; ἔχειν ὑποχείριόν τινα <i>ou</i> [[τι]] THC avoir qqn <i>ou</i> qch en son pouvoir, être maître de qqn <i>ou</i> de qch ; ὑποχείριον εἶναί τινι HDT, γίγνεσθαί τινι ESCHL être au pouvoir de, tomber entre les mains de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χείρ]].
|btext=ος <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> qui est sous la main;<br /><b>2</b> qui est sous la dépendance de, soumis à, τινι : ὑποχείριον ποιεῖν τινά τινι HDT remettre qqn entre les mains, <i>càd</i> au pouvoir d’un autre ; ὑποχείριον ποιεῖσθαι HDT soumettre à sa puissance ; ἔχειν ὑποχείριόν τινα <i>ou</i> [[τι]] THC avoir qqn <i>ou</i> qch en son pouvoir, être maître de qqn <i>ou</i> de qch ; ὑποχείριον εἶναί τινι HDT, γίγνεσθαί τινι ESCHL être au pouvoir de, tomber entre les mains de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[χείρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποχείριος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> [[имеющийся под рукой]], [[наличный]] ([[χρυσός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[подвластный]], [[подчиненный]] (τινι Her., Aesch., Xen.): ὑποχείριον ποιῆσαί τινι τὸ [[χωρίον]] Xen. подчинить местность кому-л.; ὑποχείριον [[λαβεῖν]] τι Thuc., Lys. захватить что-л., завладеть чем-л.; ὑποχείριον [[γενέσθαι]] τινί Aesch., Lys., Xen. быть захваченным кем-л.; ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν Plat. обладать знаниями.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποχείριος:''' -ον και -α, -ον ([[χείρ]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[χέρι]], [[εξουσία]] κάποιου, αυτός που βρίσκεται στο [[χέρι]] κάποιου, στην [[δικαιοδοσία]] του, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, ο υποκείμενος στην [[εξουσία]] κάποιου, ο υπό τις διαταγές του, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[λαβεῖν]] τινα ὑποχείριον, [[οδηγώ]] κάποιον υπό την [[εξουσία]] μου, σε Ευρ.· <i>ἔχειντινὰ ὑποχείριον</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑποχείριος:''' -ον και -α, -ον ([[χείρ]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[χέρι]], [[εξουσία]] κάποιου, αυτός που βρίσκεται στο [[χέρι]] κάποιου, στην [[δικαιοδοσία]] του, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, ο υποκείμενος στην [[εξουσία]] κάποιου, ο υπό τις διαταγές του, <i>τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[λαβεῖν]] τινα ὑποχείριον, [[οδηγώ]] κάποιον υπό την [[εξουσία]] μου, σε Ευρ.· <i>ἔχειντινὰ ὑποχείριον</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποχείριος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> [[имеющийся под рукой]], [[наличный]] ([[χρυσός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[подвластный]], [[подчиненный]] (τινι Her., Aesch., Xen.): ὑποχείριον ποιῆσαί τινι τὸ [[χωρίον]] Xen. подчинить местность кому-л.; ὑποχείριον [[λαβεῖν]] τι Thuc., Lys. захватить что-л., завладеть чем-л.; ὑποχείριον [[γενέσθαι]] τινί Aesch., Lys., Xen. быть захваченным кем-л.; ὑποχειρίους τὰς ἐπιστήμας ἔχειν Plat. обладать знаниями.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj