κρῆσαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
(5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''κρῆσαι:''' эп. inf. aor. 1 к [[κεράννυμι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῆσαι''': ἀντὶ κεράσαι, ἀπαρέμφ. ἀορ. αʹ ἐνεργ. τοῦ [[κεράννυμι]], Ὅμηρ.
|lstext='''κρῆσαι''': ἀντὶ κεράσαι, ἀπαρέμφ. ἀορ. αʹ ἐνεργ. τοῦ [[κεράννυμι]], Ὅμηρ.
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρῆσαι:''' Επικ. αντί <i>κεράσαι</i>, απαρ. αορ. αʹ του [[κεράννυμι]].
|lsmtext='''κρῆσαι:''' Επικ. αντί <i>κεράσαι</i>, απαρ. αορ. αʹ του [[κεράννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κρῆσαι inf. aor. van κεράννυμι.
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

Russian (Dvoretsky)

κρῆσαι: эп. inf. aor. 1 к κεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κρῆσαι: ἀντὶ κεράσαι, ἀπαρέμφ. ἀορ. αʹ ἐνεργ. τοῦ κεράννυμι, Ὅμηρ.

Greek Monotonic

κρῆσαι: Επικ. αντί κεράσαι, απαρ. αορ. αʹ του κεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρῆσαι inf. aor. van κεράννυμι.