θακώ: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θακῶ, -έω, ιων. και δωρ. τ. θωκῶ, -έω (Α) [[θάκος]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] («έν θρόνῳ θωκέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] στον βωμό ως [[ικέτης]] («[[βώμιος]] θακεῑς», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=θακῶ, -έω, ιων. και δωρ. τ. θωκῶ, -έω (Α) [[θάκος]]<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] («έν θρόνῳ θωκέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] στον βωμό ως [[ικέτης]] («[[βώμιος]] θακεῖς», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:10, 13 October 2022

Greek Monolingual

θακῶ, -έω, ιων. και δωρ. τ. θωκῶ, -έω (Α) θάκος
1. κάθομαι («έν θρόνῳ θωκέων», Ηρόδ.)
2. κάθομαι στον βωμό ως ικέτηςβώμιος θακεῖς», Ευρ.).