θάκος

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263

Greek Monolingual

θᾱκος, επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, ό (Α)
βλ. θώκος.