επίστροφος: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(13) |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίστροφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («[[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ενδιαφέρεται για [[κάτι]] («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον | |mltxt=[[ἐπίστροφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («[[ἐπίστροφος]] ἦν ἀνθρώπων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ενδιαφέρεται για [[κάτι]] («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[στριφτός]], [[γυριστός]] («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
ἐπίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῖ», Αισχύλ.)
3. στριφτός, γυριστός («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στροφος < στρέφω.