στριφτός

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν στρίβω / στρίφω
1. στριμμένος, συνεστραμμένος («στριφτή κλωστή»)
2. το ουδ. ως ουσ. το στριφτό τσιγάρο φτειαγμένο με το χέρι.
επίρρ...
στριφτά Μ
με στριφτό τρόπο.