καταλαμβάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "εῑ" to "εῖ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταλαμβάνω]])<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[κύριος]] ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, [[κατακτώ]] (α. «ο [[στρατός]] κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] στην κυριότητά μου, [[εξουσιάζω]] (α. «κατέλαβε την [[καρδιά]] της» β. «κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχής ακρόπολιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συλλαμβάνω]] κάποιον αιφνιδίως [[κατά]] την [[εκτέλεση]] μιας πράξης (α. «η [[σύζυγος]] τον κατέλαβε εξ απρόοπτου ενώ [[εκείνος]] γλυκοκοίταζε τη γειτόνισσα» β. «τον τοξότην ήκοντα καταλαβεῖν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «κατελήφθη σου [[λάθρᾳ]] πωλῶν τὰ σά», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κυριεύω]], [[ενσκήπτω]] (α. «τὸν δὲ κατ' [[ὄσσε]] ἔλλαβε... [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[συμφορά]]... κατείληφ' ἀστυγείτονας πόλεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]] («κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς αἰσθήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] με επίπονη [[προσπάθεια]]<br /><b>2.</b> (για κτήματα) [[κατέχω]] χώρο, εκτείνομαι («τα κτήματά του γείτονα καταλαμβάνουν [[πολλά]] στρέμματα»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατειλημμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο μη [[διαθέσιμος]], ο πιασμένος («όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> (για χρόνο) συμπληρώνομαι («ὡς γοῦν ἐκαταλάβασιν κἂν [[δεκαπέντε]] [[χρόνια]]»)<br /><b>3.</b> [[φτάνω]] σε κάποιο [[μέρος]] («τὸ [[πότε]] ἐκατέλαβεν ἐκεῑ εἰς τὴν Βενετίαν», Χρον. Moρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επέρχομαι]], [[καταφθάνω]] («τῆς... νυκτὸς ἤδη καταλαμβανούσης», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[παρών]] σε [[περίσταση]] («Ἄμασιν κατέλαβε ζώοντα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιάνω]] [[κάτι]] [[γερά]] («τοῦ κατὰ νῶτα λαβών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προλαβαίνω]] κάποιον [[κατά]] τη [[στιγμή]] που φεύγει («οἱ δὲ καταλαμβάνοντες τοὺς φεύγοντας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αιφνιδιάζω]] («μὴ καταλαμβάνοιντο προϊούσαις ταῖς κλεισιάσιν εἰς τὸν στενωπόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραλαμβάνω]], [[παίρνω]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>5.</b> [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] («καταλαβὼν τῇ χειρὶ σοῦ τον... ὀφθαλμόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[στερεώνω]] [[κάτι]] σπρώχνοντάς το [[προς]] τα [[κάτω]] («καταλαμβάνειν [[πῶμα]] γόμφοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εμποδίζω]], [[σταματώ]] («καταλαβεῖν αὐτῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[δεσμεύω]], [[αναγκάζω]], [[υποχρεώνω]] («πίστι τε καταλαβόντες καὶ ὁρκίοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[καταδικάζω]], [[τιμωρώ]] («μὴ τὸν ἀναίτιον καταλαβόντας τὸν αἴτιον ἀφεῖναι», Αντιφ.)<br /><b>10.</b> (για τον ενάγοντα) [[εξασφαλίζω]] την [[καταδίκη]]<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταλαμβάνομαι</i> (για συγγραφείς) [[αφηγούμαι]] [[κάτι]] («τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τούτων μνήμην ποιήσομαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) κατέχομαι, [[εμφορούμαι]] («ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς», Πλωτίν.)<br />β) συμπιέζομαι, συνθλίβομαι («τὰς φλέβας καταλαμβανόμενοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>13.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. β' ως ουσ.) <i>τὰ καταλαβόντα</i><br />τα συμβάντα, οι περιστάσεις<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «[[καταλαμβάνω]] τὸ πνεῦμα» — [[κρατώ]] την [[αναπνοή]] (<b>Γαλ.</b>).
|mltxt=(AM [[καταλαμβάνω]])<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] [[κύριος]] ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, [[κατακτώ]] (α. «ο [[στρατός]] κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] στην κυριότητά μου, [[εξουσιάζω]] (α. «κατέλαβε την [[καρδιά]] της» β. «κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχής ακρόπολιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συλλαμβάνω]] κάποιον αιφνιδίως [[κατά]] την [[εκτέλεση]] μιας πράξης (α. «η [[σύζυγος]] τον κατέλαβε εξ απρόοπτου ενώ [[εκείνος]] γλυκοκοίταζε τη γειτόνισσα» β. «τον τοξότην ήκοντα καταλαβεῖν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «κατελήφθη σου [[λάθρᾳ]] πωλῶν τὰ σά», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κυριεύω]], [[ενσκήπτω]] (α. «τὸν δὲ κατ' [[ὄσσε]] ἔλλαβε... [[θάνατος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[συμφορά]]... κατείληφ' ἀστυγείτονας πόλεις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]] («κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς αἰσθήσεως», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] [[κάτι]] με επίπονη [[προσπάθεια]]<br /><b>2.</b> (για κτήματα) [[κατέχω]] χώρο, εκτείνομαι («τα κτήματά του γείτονα καταλαμβάνουν [[πολλά]] στρέμματα»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[κατειλημμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο μη [[διαθέσιμος]], ο πιασμένος («όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συναντώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> (για χρόνο) συμπληρώνομαι («ὡς γοῦν ἐκαταλάβασιν κἂν [[δεκαπέντε]] [[χρόνια]]»)<br /><b>3.</b> [[φτάνω]] σε κάποιο [[μέρος]] («τὸ [[πότε]] ἐκατέλαβεν ἐκεῖ εἰς τὴν Βενετίαν», Χρον. Moρ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επέρχομαι]], [[καταφθάνω]] («τῆς... νυκτὸς ἤδη καταλαμβανούσης», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[παρών]] σε [[περίσταση]] («Ἄμασιν κατέλαβε ζώοντα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πιάνω]] [[κάτι]] [[γερά]] («τοῦ κατὰ νῶτα λαβών», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προλαβαίνω]] κάποιον [[κατά]] τη [[στιγμή]] που φεύγει («οἱ δὲ καταλαμβάνοντες τοὺς φεύγοντας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αιφνιδιάζω]] («μὴ καταλαμβάνοιντο προϊούσαις ταῖς κλεισιάσιν εἰς τὸν στενωπόν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παραλαμβάνω]], [[παίρνω]], [[αποδέχομαι]]<br /><b>5.</b> [[καλύπτω]], [[σκεπάζω]] («καταλαβὼν τῇ χειρὶ σοῦ τον... ὀφθαλμόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[στερεώνω]] [[κάτι]] σπρώχνοντάς το [[προς]] τα [[κάτω]] («καταλαμβάνειν [[πῶμα]] γόμφοις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εμποδίζω]], [[σταματώ]] («καταλαβεῖν αὐτῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[δεσμεύω]], [[αναγκάζω]], [[υποχρεώνω]] («πίστι τε καταλαβόντες καὶ ὁρκίοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>9.</b> [[καταδικάζω]], [[τιμωρώ]] («μὴ τὸν ἀναίτιον καταλαβόντας τὸν αἴτιον ἀφεῖναι», Αντιφ.)<br /><b>10.</b> (για τον ενάγοντα) [[εξασφαλίζω]] την [[καταδίκη]]<br /><b>11.</b> <b>μέσ.</b> <i>καταλαμβάνομαι</i> (για συγγραφείς) [[αφηγούμαι]] [[κάτι]] («τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τούτων μνήμην ποιήσομαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> <b>παθ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) κατέχομαι, [[εμφορούμαι]] («ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς», Πλωτίν.)<br />β) συμπιέζομαι, συνθλίβομαι («τὰς φλέβας καταλαμβανόμενοι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>13.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. β' ως ουσ.) <i>τὰ καταλαβόντα</i><br />τα συμβάντα, οι περιστάσεις<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «[[καταλαμβάνω]] τὸ πνεῦμα» — [[κρατώ]] την [[αναπνοή]] (<b>Γαλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm