risk: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(Woodhouse 4)
 
(CSV4)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse
{{Woodhouse1
|Image=[[File:woodhouse_717.jpg]]
|Text=[[File:woodhouse_717.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_717.jpg}}]]'''subs.'''
P. and V. [[κίνδυνος]], ὁ, τό δεινόν, or pl., [[ἀγών]], ὁ.
<b class="b2">Dangerous enterprise</b>: P. and V. [[κινδύνευμα]], τό (Plat.).
<b class="b2">Without risk</b>, adj.: P. [[ἀκίνδυνος]], adv., P. and V. ἀκινδύνως.
<b class="b2">Run risks</b>: Ar. and P. κινδυνεύειν, παρακινδυνεύειν, ἀποκινδυνεύειν, P. διακινδυνεύειν, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, V. τρέχειν ἀγῶνα, κίνδυνον ἀναβάλλειν, κίνδυνον ῥίπτειν.
<b class="b2">I withdrew the money for them at the risk of my life</b>: P. ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος (Isoc. 388A).
<b class="b2">Share a risk with others</b>, v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν μετά (gen.).
'''v. trans.'''
<b class="b2">Hazard</b>: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat. or περί, gen.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see also [[endanger]].
<b class="b2">Risk everything</b>: P. διακινδυνεύειν (absol.).
<b class="b2">Risking war</b> <b class="b2">against the Argives</b>: V. κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη (Eur., ''Rhes.'' 446).
<b class="b2">Who will risk incurring reproaches</b>: V. τίς παραρρίψει . . . ὀνείδη λαμβάνων (Soph., ''O.R.'' 1493).
}}
}}

Revision as of 09:50, 21 July 2017

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 717.jpg

subs.

P. and V. κίνδυνος, ὁ, τό δεινόν, or pl., ἀγών, ὁ. Dangerous enterprise: P. and V. κινδύνευμα, τό (Plat.). Without risk, adj.: P. ἀκίνδυνος, adv., P. and V. ἀκινδύνως. Run risks: Ar. and P. κινδυνεύειν, παρακινδυνεύειν, ἀποκινδυνεύειν, P. διακινδυνεύειν, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, V. τρέχειν ἀγῶνα, κίνδυνον ἀναβάλλειν, κίνδυνον ῥίπτειν. I withdrew the money for them at the risk of my life: P. ἐξεκόμισα αὐτοῖς τὰ χρήματα κινδυνεύσας περὶ τοῦ σώματος (Isoc. 388A). Share a risk with others, v.: P. συγκινδυνεύειν (absol. or dat.), συνδιακινδυνεύειν μετά (gen.). v. trans. Hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, παρακινδυνεύειν, κινδυνεύειν (dat. or περί, gen.), P. ὑποτιθέναι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see also endanger. Risk everything: P. διακινδυνεύειν (absol.). Risking war against the Argives: V. κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη (Eur., Rhes. 446). Who will risk incurring reproaches: V. τίς παραρρίψει . . . ὀνείδη λαμβάνων (Soph., O.R. 1493).