λύω: Difference between revisions

697 bytes added ,  15 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")
(CSV import)
Line 60: Line 60:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=λύνω, ἐλευθερώνω, χαλαρώνω, ἐπανορθώνω, πληρώνω). Θέμα λύ + ω = [[λύω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λύσις]] (=ἀπελευθέρωση), καί σύνθετα (ἀνά, ἀπό, διά, [[κατά]], ἔχ)λυσις, [[λύσιος]], [[λύσιμος]], [[λυσίζωνος]] (=[[ἄοπλος]]), [[λυσιμελής]], [[λυσίπονος]], [[λυσιτελής]] (=[[ὠφέλιμος]]), [[λυτέον]], (ἀπο, παρα)[[λυτέον]], [[λυτήρ]], [[λύτειρα]], [[λυτήριος]], [[λυτικός]], (ἀνα, κατα, δια, παρα, ἀπο, ἐκ)[[λυτικός]], [[λυτός]], [[ἄλυτος]], [[εὔλυτος]], [[εὐκατάλυτος]], [[διαλυτός]], [[ἀδιάλυτος]], [[λύτρον]], [[διαλύτης]], [[καταλύτης]], [[ἀναλύτης]] (=σωτήρας), [[καταλυτής]] (=καταστροφέας), προλύτης (=ἀπόφοιτος Πανεπιστημίου), [[ἀναλυτήρ]], [[ἀπολυτήριον]], [[καταλυτέος]], [[ἀπολυτίκιον]], [[λῦμα]] (=ἐνέχυρο), [[κατάλυμα]] (=πανδοχεῖο), [[βουλυτός]] (=βράδυ).
|mantxt=(=λύνω, ἐλευθερώνω, χαλαρώνω, ἐπανορθώνω, πληρώνω). Θέμα λύ + ω = [[λύω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λύσις]] (=ἀπελευθέρωση), καί σύνθετα (ἀνά, ἀπό, διά, [[κατά]], ἔχ)λυσις, [[λύσιος]], [[λύσιμος]], [[λυσίζωνος]] (=[[ἄοπλος]]), [[λυσιμελής]], [[λυσίπονος]], [[λυσιτελής]] (=[[ὠφέλιμος]]), [[λυτέον]], (ἀπο, παρα)[[λυτέον]], [[λυτήρ]], [[λύτειρα]], [[λυτήριος]], [[λυτικός]], (ἀνα, κατα, δια, παρα, ἀπο, ἐκ)[[λυτικός]], [[λυτός]], [[ἄλυτος]], [[εὔλυτος]], [[εὐκατάλυτος]], [[διαλυτός]], [[ἀδιάλυτος]], [[λύτρον]], [[διαλύτης]], [[καταλύτης]], [[ἀναλύτης]] (=σωτήρας), [[καταλυτής]] (=καταστροφέας), προλύτης (=ἀπόφοιτος Πανεπιστημίου), [[ἀναλυτήρ]], [[ἀπολυτήριον]], [[καταλυτέος]], [[ἀπολυτίκιον]], [[λῦμα]] (=ἐνέχυρο), [[κατάλυμα]] (=πανδοχεῖο), [[βουλυτός]] (=βράδυ).
}}
{{elmes
|esmgtx=1 [[desatar]] una lámina ἐὰν δὲ θέλῃς ἀπολῦσαι (τὸν κάτοχον), λῦσον τὸ πλάτυμ<μ>α <b class="b3">si quieres romper el conjuro, desata la lámina</b> P VII 438 2 [[liberar]] a un ser superior, tras la práctica mágica ἄν μοι τοῦτο τελέσῃς, λύσω σε ταχέως <b class="b3">si realizas esto para mí, te liberaré rápidamente</b> SM 50 72 3 [[romper]] un conjuro, c. suj. divino ἡ γὰρ σελήνη τὸ ὑπόγειον διοδεύουσα, ὃ ἐὰν εὕρῃ, λύει <b class="b3">pues la luna, en su viaje bajo la tierra, rompe cualquier (conjuro) que se encuentre</b> P VII 456
}}
}}