3,273,858
edits
(13) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM | |mltxt=η (AM [[ἐπίδειξις]]) [[επιδεικνύω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[επιδεικνύω]] («[[επίδειξη]] εμπορευμάτων, μόδας» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμπεριφορά]] που έχει σκοπό την [[επίδειξη]] για λόγους εντυπώσεων («[[επίδειξη]] πολυμάθειας, πλούτου» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φανέρωση]], [[αποκάλυψη]] μιας ιδιότητας, ενός προσόντος κ.λπ.<br /><b>4.</b> η [[εμφάνιση]] ξένων πολεμικών πλοίων [[κοντά]] ή [[μέσα]] στα χωρικά ύδατα μιας χώρας (ή στρατευμάτων [[κοντά]] στα [[σύνορα]]) για να ασκηθεί [[εκφοβισμός]] ή ψυχολογική [[πίεση]] («στρατιωτικά γυμνάσια ως [[επίδειξη]] δυνάμεως», «ἐπίδειξιν [[μᾶλλον]] εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως ἢ ἐπὶ τοὺς πολεμίους παρασκευήν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επίδειξη]] εγγράφου», «[[επίδειξη]] πράγματος» — [[επίδειξη]] εγγράφου η οποία απαιτείται από κάποιον που έχει έννομο [[συμφέρον]] να λάβει [[γνώση]] του περιεχομένου ή πράγματος για το οποίο εγείρει [[κάποιος]] αξιώσεις [[κατά]] του κατόχου του πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγόρευση]], [[εκφώνηση]] επιδεικτικού ρητορικού λόγου<br /><b>2.</b> [[απόδειξη]]<br /><b>3.</b> [[παράδειγμα]]. | ||
}} | }} |