επίδειξη

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπίδειξις) επιδεικνύω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιδεικνύωεπίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.)
2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.)
3. φανέρωση, αποκάλυψη μιας ιδιότητας, ενός προσόντος κ.λπ.
4. η εμφάνιση ξένων πολεμικών πλοίων κοντά ή μέσα στα χωρικά ύδατα μιας χώρας (ή στρατευμάτων κοντά στα σύνορα) για να ασκηθεί εκφοβισμός ή ψυχολογική πίεση («στρατιωτικά γυμνάσια ως επίδειξη δυνάμεως», «ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως ἢ ἐπὶ τοὺς πολεμίους παρασκευήν»)
νεοελλ.
φρ. «επίδειξη εγγράφου», «επίδειξη πράγματος» — επίδειξη εγγράφου η οποία απαιτείται από κάποιον που έχει έννομο συμφέρον να λάβει γνώση του περιεχομένου ή πράγματος για το οποίο εγείρει κάποιος αξιώσεις κατά του κατόχου του πράγματος
αρχ.
1. αγόρευση, εκφώνηση επιδεικτικού ρητορικού λόγου
2. απόδειξη
3. παράδειγμα.

Translations

exhibition

Armenian: ցուցահանդես; Bashkir: күрһәтеү; Belarusian: паказ; Bulgarian: показване; Czech: výstava; Danish: udstilling; Finnish: näyttely, näytös; Galician: exhibición; Georgian: ჩვენება, გამომჟღავნება, გამოჩენა, დანახვება, გამოვლენა; German: Ausstellung; Greek: επίδειξη; Ancient Greek: ἐπίδεξις, ἐπίδειξις; Hungarian: kiállítás; Irish: taispeántas; Japanese: 展示物; Korean: 전시(展示); Maori: whakakitenga; Persian Dari: نَمَایِش; Iranian Persian: نَمایِش; Portuguese: exibição, exposição; Romanian: exhibiție; Russian: показ; Scottish Gaelic: taisbeanadh; Spanish: exhibición; Swedish: utställning, visning; Tagalog: tanghalan; Ukrainian: показ

demonstration

Armenian: ցուցադրում; Belarusian: дэманстрацыя; Bulgarian: демонстрация; Chinese Mandarin: 示範, 示范, 演示; Danish: demonstration; Dutch: demonstratie, betoog; Esperanto: demonstracio; Finnish: havainnollistaminen, demonstrointi; French: démonstration; German: Demonstration; Ancient Greek: ἐπίδεξις, ἐπίδειξις; Hindi: निरूपण; Irish: taispeántas; Italian: dimostrazione; Japanese: 実証; Kashubian: demónstracjô; Korean: 논증(論證), 론증(論證); Latin: demonstratio; Polish: demonstracja; Portuguese: demonstração; Romanian: demonstrație, demonstrare; Russian: демонстрация, показ; Scottish Gaelic: soilleireachadh; Spanish: demostración, demonstración; Swedish: demonstration; Thai: การสาธิต; Ukrainian: демонстрація