καταχρυσώ: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταχρυσῶ, -όω (AM, Μ και [[καταχρυσώνω]]) [[κατάχρυσος]]<br />[[καλύπτω]] με χρυσό, [[χρυσοστολίζω]], [[επιχρυσώνω]] («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[λαμπρύνω]], [[κοσμώ]] («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εκθειάζω]], [[επαινώ]] («κατεχρύσου πᾱς ἀνὴρ Εὐριπίδην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καταχρυσοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />δοξάζομαι.
|mltxt=καταχρυσῶ, -όω (AM, Μ και [[καταχρυσώνω]]) [[κατάχρυσος]]<br />[[καλύπτω]] με χρυσό, [[χρυσοστολίζω]], [[επιχρυσώνω]] («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[λαμπρύνω]], [[κοσμώ]] («τὴν πόλιν καταχρυσοῦν
τες καὶ καλλωπίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εκθειάζω]], [[επαινώ]] («κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καταχρυσοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />δοξάζομαι.
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 29 October 2022

Greek Monolingual

καταχρυσῶ, -όω (AM, Μ και καταχρυσώνω) κατάχρυσος
καλύπτω με χρυσό, χρυσοστολίζω, επιχρυσώνω («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. λαμπρύνω, κοσμώ («τὴν πόλιν καταχρυσοῦν τες καὶ καλλωπίζοντες», Πλούτ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) εκθειάζω, επαινώ («κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην», Αριστοφ.)
3. παθ. καταχρυσοῦμαι, -όομαι
δοξάζομαι.