εκθειάζω
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(Α ἐκθειάζω και ἐκθειῶ, -όω)
εξαίρω με επαίνους, εγκωμιάζω
αρχ.
1. θεοποιώ, αποθεώνω
2. τοποθετώ κάποιον σε ίση μοίρα με τους θεούς, λατρεύω ως θεό
3. (για πράγμ.) καθιστώ κάτι αντικείμενο λατρείας.