άρμα: Difference between revisions

1,987 bytes added ,  1 November 2022
m
no edit summary
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄρμα]], η (Α)<br />[[ένωση]], [[αγάπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αρ</i>-, [[αραρίσκω]]].———————— <b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> το [[οικόσημο]]<br /><b>2.</b> η [[γενιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>arme</i>].———————— <b>(III)</b><br />[[ἄρμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]]<br /><b>2.</b> το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. μεταρρηματικό παράγωγο του [[αείρω]] / [[αίρω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. [[άρμα]] «[[τροφή]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[αίρω]] (-<i>ομαι</i>) ή <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] (<b>πρβλ.</b> [[άρμενα]] «[[τροφή]]», [[αρμαλιά]]). Η λ. συνδέθηκε [[ακόμη]] με το νεοελλ. διαλεκτικό ([[ποντ]].-καππαδ.) <i>άρματα</i> «γυναικεία κοσμήματα». Αξιοσημείωτο, [[τέλος]], [[είναι]] ότι ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τον τ. <i>άρματα</i> ως [[ερμήνευμα]] των λέξεων <i>νωγαλεύματα</i> ή <i>νωγαλίσματα</i> (<b>πρβλ.</b> «[[γλώσσα]]» του <b>Ησύχ.</b>: «<i>νωγαλεύματα</i> ἢ <i>νωγαλίσματα</i><br />τὰ κατὰ [[λεπτὸν]] ἐδέσματα<br />οἱ δὲ τὰ μὴ εἰς χορτασίαν ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα»)].———————— <b>(IV)</b><br />το (AM [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> δίτροχο, [[κυρίως]] πολεμικό όχημα που το σέρνουν [[συνήθως]] δύο άλογα<br /><b>2.</b> όχημα με [[τέσσερα]] άλογα για αρματοδρομίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο στολισμένο όχημα για τις γιορτές του καρνάβαλου<br /><b>2.</b> ο [[κιλλίβαντας]] του πυροβόλου<br /><b>3.</b> τεθωρακισμένο στρατιωτικό όχημα με ερπύστριες, [[τανκ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άρμα]] [[μαζί]] με τα άλογα («[[ἅρμα]] [[τέθριππον]], τετράορον, [[τέτρωρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα άλογα που έχουν ζευχθεί στο [[άρμα]]<br /><b>3.</b> η [[ασπίδα]]<br /><b>4.</b> (ως όρος των Πυθαγορείων) η [[ενότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. εμφανίζεται ήδη από τη μυκηναϊκή [[εποχή]] με τη [[σημασία]] του «τροχού» ή πιθ. «του πλαισίου της καρότσας». Ο τ. [[άρμα]] ανάγεται στη [[ρίζα]] του [[αραρίσκω]] <i>αr</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]». Η [[δασύτητα]] της λ. οδήγησε στην [[υπόθεση]] υπάρξεως ενός αρχικού επιθήματος «<i>smņ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>smen</i>), δηλ. <i>ar</i>-<i>smņ</i> &GT; <i>arhmņ</i> &GT; <i>harmņ</i> (&GT; [[άρμα]]), με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ., [[γεγονός]] που πιθ. ευνοούσε και την [[άρση]] της ομωνυμίας [[μεταξύ]] των <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αείρω]] / [[αίρω]] και <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] (<b>πρβλ.</b> ανάλογο σχηματισμό των [[αρμός]], [[αρμή]]). Η [[απουσία]] δασύτητας στους τύπους της Μυκηναϊκής (<b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>mo</i> και όχι <i>a</i><sub>2</sub>-<i>mo</i>, όπως θα αναμενόταν σε [[περίπτωση]] δασύνσεως) δημιουργεί ενδοιασμούς σχετικά με την [[αποδοχή]] ενός επιθήματος -<i>smņ</i> ή -<i>mņ</i> στους εν λόγω μυκηναϊκούς τύπους. Η πληρέστερη [[κατανόηση]] των τύπων [[άρμα]], [[αρμός]], [[αρμή]] ευνοείται από την ύπαρξη πολυάριθμων μη ελληνικών λέξεων σχηματισμένων [[κατά]] τρόπο ανάλογο (δηλ. [[ρίζα]] <i>αr</i>-, [[επίθημα]] -<i>m</i>), <b>πρβλ.</b> λατ. <i>arma</i> «όπλο, -α», <i>armentum</i> «βόδια ικανά για όργωμα, [[αγέλη]]», <i>armus</i> «[[ωμοπλάτη]], ώμος», αρμεν. <i>y</i>-<i>armar</i> «προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]]», γοτθ. <i>αrms</i> «[[βραχίονας]]» κ.ά. Τέλος, δεν ευσταθεί η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία ο τ. [[άρμα]] θεωρείται μικρασιατικής προελεύσεως, όπως οι περισσότερες ελληνικές λέξεις που εκφράζουν την [[έννοια]] του οχήματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρμάτειος]], [[αρματεύω]], [[αρματόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρματηλάτης]], [[αρματοδρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμασίδουπος]], [[αρματήλατος]], [[αρματόκτυπος]], [[αρματοπηγός]], [[αρματοποιός]], [[αρματοτροφώ]], [[αρματοτροχιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρματοθεσία]], [[αρματομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρματαγωγό]](<i>ν</i>)<br />(β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αρισθάρματος]], [[βρισάρματος]], [[ευάρματος]], [[πολυάρματος]], [[ριμφάρματος]], [[φιλάρματος]], [[χαλκάρματος]], [[χρυσάρματος]].———————— <b>(V)</b><br />το (Μ [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> όπλο οποιουδήποτε είδους («τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν [[πρέπει]] να πουλιούνται» — παροιμ., «[[χωρίς]] άρματα στον πόλεμο δεν πάνε» — όποιος προσπαθεί να κάνει [[κάτι]], [[πρέπει]] να έχει και τα απαραίτητα [[μέσα]]<br />«με το [[κορμί]] και τ'άρματα» — τα [[λαμπρά]] όπλα ταιριάζουν σε λεβέντη)<br /><b>2.</b> οπλισμένος, [[στρατιώτης]] («τρέχουν άρματα χιλιάδες / σαν το [[κύμα]] στο γιαλό», Σολωμός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arma</i> (-<i>orum</i>) «όπλο, όπλα»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄρμα]], η (Α)<br />[[ένωση]], [[αγάπη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>αρ</i>-, [[αραρίσκω]]].<br /><b>(II)</b><br />η<br /><b>1.</b> το [[οικόσημο]]<br /><b>2.</b> η [[γενιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>arme</i>].<br /><b>(III)</b><br />[[ἄρμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> η [[τροφή]]<br /><b>2.</b> το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. μεταρρηματικό παράγωγο του [[αείρω]] / [[αίρω]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, ο τ. [[άρμα]] «[[τροφή]]» πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[αίρω]] (-<i>ομαι</i>) ή <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] (<b>πρβλ.</b> [[άρμενα]] «[[τροφή]]», [[αρμαλιά]]). Η λ. συνδέθηκε [[ακόμη]] με το νεοελλ. διαλεκτικό ([[ποντ]].-καππαδ.) <i>άρματα</i> «γυναικεία κοσμήματα». Αξιοσημείωτο, [[τέλος]], [[είναι]] ότι ο Ησύχιος χρησιμοποιεί τον τ. <i>άρματα</i> ως [[ερμήνευμα]] των λέξεων <i>νωγαλεύματα</i> ή <i>νωγαλίσματα</i> (<b>πρβλ.</b> «[[γλώσσα]]» του <b>Ησύχ.</b>: «<i>νωγαλεύματα</i> ἢ <i>νωγαλίσματα</i><br />τὰ κατὰ [[λεπτὸν]] ἐδέσματα<br />οἱ δὲ τὰ μὴ εἰς χορτασίαν ἀλλὰ τρυφερὰ ἄρματα»)].<br /><b>(IV)</b><br />το (AM [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> δίτροχο, [[κυρίως]] πολεμικό όχημα που το σέρνουν [[συνήθως]] δύο άλογα<br /><b>2.</b> όχημα με [[τέσσερα]] άλογα για αρματοδρομίες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεγάλο στολισμένο όχημα για τις γιορτές του καρνάβαλου<br /><b>2.</b> ο [[κιλλίβαντας]] του πυροβόλου<br /><b>3.</b> τεθωρακισμένο στρατιωτικό όχημα με ερπύστριες, [[τανκ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[άρμα]] [[μαζί]] με τα άλογα («[[ἅρμα]] [[τέθριππον]], τετράορον, [[τέτρωρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> τα άλογα που έχουν ζευχθεί στο [[άρμα]]<br /><b>3.</b> η [[ασπίδα]]<br /><b>4.</b> (ως όρος των Πυθαγορείων) η [[ενότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. εμφανίζεται ήδη από τη μυκηναϊκή [[εποχή]] με τη [[σημασία]] του «τροχού» ή πιθ. «του πλαισίου της καρότσας». Ο τ. [[άρμα]] ανάγεται στη [[ρίζα]] του [[αραρίσκω]] <i>αr</i>- «[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]». Η [[δασύτητα]] της λ. οδήγησε στην [[υπόθεση]] υπάρξεως ενός αρχικού επιθήματος «<i>smņ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>smen</i>), δηλ. <i>ar</i>-<i>smņ</i> > <i>arhmņ</i> > <i>harmņ</i> (> [[άρμα]]), με [[πρόληψη]] της δασύτητας στην [[αρχή]] της λ., [[γεγονός]] που πιθ. ευνοούσε και την [[άρση]] της ομωνυμίας [[μεταξύ]] των <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αείρω]] / [[αίρω]] και <i>αρ</i>- <span style="color: red;"><</span> [[αραρίσκω]] (<b>πρβλ.</b> ανάλογο σχηματισμό των [[αρμός]], [[αρμή]]). Η [[απουσία]] δασύτητας στους τύπους της Μυκηναϊκής (<b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>mo</i> και όχι <i>a</i><sub>2</sub>-<i>mo</i>, όπως θα αναμενόταν σε [[περίπτωση]] δασύνσεως) δημιουργεί ενδοιασμούς σχετικά με την [[αποδοχή]] ενός επιθήματος -<i>smņ</i> ή -<i>mņ</i> στους εν λόγω μυκηναϊκούς τύπους. Η πληρέστερη [[κατανόηση]] των τύπων [[άρμα]], [[αρμός]], [[αρμή]] ευνοείται από την ύπαρξη πολυάριθμων μη ελληνικών λέξεων σχηματισμένων [[κατά]] τρόπο ανάλογο (δηλ. [[ρίζα]] <i>αr</i>-, [[επίθημα]] -<i>m</i>), <b>πρβλ.</b> λατ. <i>arma</i> «όπλο, -α», <i>armentum</i> «βόδια ικανά για όργωμα, [[αγέλη]]», <i>armus</i> «[[ωμοπλάτη]], ώμος», αρμεν. <i>y</i>-<i>armar</i> «προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]]», γοτθ. <i>αrms</i> «[[βραχίονας]]» κ.ά. Τέλος, δεν ευσταθεί η [[άποψη]], σύμφωνα με την οποία ο τ. [[άρμα]] θεωρείται μικρασιατικής προελεύσεως, όπως οι περισσότερες ελληνικές λέξεις που εκφράζουν την [[έννοια]] του οχήματος.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αρμάτειος]], [[αρματεύω]], [[αρματόεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (α' συνθετικό) [[αρματηλάτης]], [[αρματοδρόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αρμασίδουπος]], [[αρματήλατος]], [[αρματόκτυπος]], [[αρματοπηγός]], [[αρματοποιός]], [[αρματοτροφώ]], [[αρματοτροχιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αρματοθεσία]], [[αρματομαχώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αρματαγωγό]](<i>ν</i>)<br />(β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αρισθάρματος]], [[βρισάρματος]], [[ευάρματος]], [[πολυάρματος]], [[ριμφάρματος]], [[φιλάρματος]], [[χαλκάρματος]], [[χρυσάρματος]].<br /><b>(V)</b><br />το (Μ [[ἄρμα]])<br /><b>1.</b> όπλο οποιουδήποτε είδους («τ' αντρειωμένου τ' άρματα δεν [[πρέπει]] να πουλιούνται» — παροιμ., «[[χωρίς]] άρματα στον πόλεμο δεν πάνε» — όποιος προσπαθεί να κάνει [[κάτι]], [[πρέπει]] να έχει και τα απαραίτητα [[μέσα]]<br />«με το [[κορμί]] και τ'άρματα» — τα [[λαμπρά]] όπλα ταιριάζουν σε λεβέντη)<br /><b>2.</b> οπλισμένος, [[στρατιώτης]] («τρέχουν άρματα χιλιάδες / σαν το [[κύμα]] στο γιαλό», Σολωμός).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>arma</i> (-<i>orum</i>) «όπλο, όπλα»].
}}
{{trml
|trtx====[[chariot]]===
Arabic: عَرَبَة‎; Armenian: մարտակառք; Avestan: 𐬭𐬀𐬚𐬀‎; Azerbaijani: araba; Basque: guda-gurdi; Belarusian: калясні́ца; Bengali: রথ; Bulgarian: колесница; Burmese: ရထား; Catalan: carro; Chinese Mandarin: 雙輪戰車, 双轮战车, 戰車, 战车, 馬戰車, 马战车, 馬車, 马车; Coptic: ⲃⲣϭⲟⲟⲩⲧ, ϩⲁⲣⲙⲁ; Czech: válečný vůz, vůz; Danish: stridsvogn; Dutch: [[strijdwagen]]; Esperanto: armea ĉaro; Finnish: sotavaunut; French: [[char]], [[charriot]]; Galician: biga; Georgian: ეტლი; German: [[Streitwagen]]; Greek: [[άρμα]]; Ancient Greek: [[ἅρμα]], [[δίφρος]], [[λαμπήνη]], [[ὄχος]], [[ὄχεα]]; Hebrew: מֶרְכָּבָה‎; Hindi: रथ; Ido: charo; Indonesian: cikar; Irish: carbad; Italian: [[biga]]; Japanese: 戦車, チャリオット, 馬車; Kazakh: арба; Khmer: រថ, រទេះ; Korean: 전차, 마차; Kyrgyz: араба; Lao: ສັນທະນະ, ລົດ; Latin: [[currus]], [[curriculum]], [[essedum]], [[rota]], [[quadrigae]]; Malay: cikar; Malayalam: രഥം, തേര്; Maori: hāriata; Middle Persian: 𐫡𐫍𐫏‎‎; Mon: ရထာပၞာန်,ကွဳပၞာန်; Norwegian Bokmål: stridsvogn; Old Church Slavonic: возъ; Old English: hrædwæġn; Old Norse: reið; Mon: ယုဒ္ဓရထ; Persian: گردونه‎, ارابه‎, غرده‎; Polish: rydwan; Portuguese: [[biga]]; Romanian: bigă, car de luptă; Russian: [[колесница]]; Sanskrit: रथ; Scottish Gaelic: carbad; Serbo-Croatian Cyrillic: двоколица, кочије; Roman: dvokolica, kočije; Slovak: voz; Slovene: voz; Spanish: [[quadriga]], [[biga]], [[carro]]; Swedish: stridsvagn, häststridsvagn; Tagalog: karo; Tajik: ароба; Thai: รถ; Turkish: savaş arabası; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎋𐎁𐎚; Ukrainian: колісниця; Urdu: رتھ‎; Uzbek: jang aravasi, arava; Vietnamese: chiếc xe, xe; Welsh: cerbyd
}}
}}