λυτρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_10)
 
m (pape replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λυτρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λυτρωτήν, Θεόδ. Πρόδρ.
|lstext='''λυτρωτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λυτρωτήν, Θεόδ. Πρόδρ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[λυτρωτικός]], -ή, -όν) [[λυτρωτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυτρωτή, [[σωτήριος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[loskaufend]], [[erlösend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:59, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

λυτρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λυτρωτήν, Θεόδ. Πρόδρ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ λυτρωτικός, -ή, -όν) λυτρωτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυτρωτή, σωτήριος.

German (Pape)

loskaufend, erlösend, Sp.