εξωτερικός: Difference between revisions

m
no edit summary
(12)
 
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξωτερικός]], -ή, -όν) [[εξώτερος]]<br />αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική [[επιφάνεια]], που υπάρχει [[προς]] τα έξω («εξωτερική [[σκάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική [[πολιτική]]», «[[υπουργείο]] εξωτερικών»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξωτερικό</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)<br />β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή<br />γ) η φαινομενική [[πλευρά]] ενός προβλήματος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[συγγενής]] με κάποιον, ο [[ξένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], [[ξενικός]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῡσιν οἱ Κρῆτες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημώδης]], [[λαϊκός]]<br /><b>3.</b> [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ηθικός]])<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί ἐξωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη [[σχολή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα<br />β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — [[φυσικά]] υπομνήματα.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐξωτερικός]], -ή, -όν) [[εξώτερος]]<br />αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική [[επιφάνεια]], που υπάρχει [[προς]] τα έξω («εξωτερική [[σκάλα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[βάθος]], [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική [[πολιτική]]», «[[υπουργείο]] εξωτερικών»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εξωτερικό</i><br />α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)<br />β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή<br />γ) η φαινομενική [[πλευρά]] ενός προβλήματος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] [[συγγενής]] με κάποιον, ο [[ξένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], [[ξενικός]] («[[οὔτε]] γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῦσιν οἱ Κρῆτες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημώδης]], [[λαϊκός]]<br /><b>3.</b> [[υλικός]] (σε [[αντίθεση]] [[προς]] το [[ηθικός]])<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οί ἐξωτερικοί</i><br />οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη [[σχολή]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα<br />β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — [[φυσικά]] υπομνήματα.
}}
{{trml
|trtx====[[external]]===
Armenian: արտաքին; Bulgarian: външен; Catalan: extern, externa; Chinese Mandarin: 外部的; Czech: externí, vnější; Danish: udvendig, ekstern, udvortes; Dutch: [[uiterlijk]], [[uitwendig]]; Esperanto: ekstera, malena; Finnish: ulko-, ulkoinen, ulkonainen, ulkopuolinen; French: [[externe]]; Galician: externo; German: [[außen-]], [[extern]], [[äußerlich]]; Greek: [[εξωτερικός]]; Ancient Greek: [[ἐξωτερικός]], [[ἐξώτερος]]; Hungarian: külső; Ido: extera; Irish: imeachtrach; Italian: [[esterno]]; Japanese: 外側の, 外部の; Latin: [[exter]], [[externus]]; Manchu: ᡨᡠᠯᡝᡵᡤᡳ; Maori: a waho, o waho, mōwaho; Occitan: extèrne, extèrna; Persian: بیرونی‎, بیگانه‎; Pitcairn-Norfolk: ekstirnal; Polish: zewnętrzny; Portuguese: [[externo]]; Romanian: extern; Russian: [[внешний]], [[наружный]]; Serbo-Croatian: èkstērnī, ìzvanjskī, vànjskī; Spanish: [[externo]]; Swedish: extern; Telugu: బహిర్గత; Ukrainian: зовнішній; Urdu: بیرونی‎
}}
}}