εξωτερικός

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐξωτερικός, -ή, -όν) εξώτερος
αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα»)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος
2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους («εξωτερική πολιτική», «υπουργείο εξωτερικών»)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξωτερικό
α) τα εξωτερικά χαρακτηριστικά («το εξωτερικό του ναού»)
β) οι ξένες χώρες συνολικά, η αλλοδαπή
γ) η φαινομενική πλευρά ενός προβλήματος
μσν.
αυτός που δεν είναι συγγενής με κάποιον, ο ξένος
αρχ.
1. ξένος, ξενικόςοὔτε γὰρ ἐξωτερικής ἀρχῆς κοινωνοῦσιν οἱ Κρῆτες», Αριστοτ.)
2. δημώδης, λαϊκός
3. υλικός (σε αντίθεση προς το ηθικός)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί ἐξωτερικοί
οι μαθητές του Πυθαγόρα έξω από τη σχολή
5. φρ. α) «ἐξωτερικοί λόγοι» — δημώδη, λαϊκά επιχειρήματα
β) «ἐξωτερικοί διάλογοι» — φυσικά υπομνήματα.

Translations

external

Armenian: արտաքին; Bulgarian: външен; Catalan: extern, externa; Chinese Mandarin: 外部的; Czech: externí, vnější; Danish: udvendig, ekstern, udvortes; Dutch: uiterlijk, uitwendig; Esperanto: ekstera, malena; Finnish: ulko-, ulkoinen, ulkonainen, ulkopuolinen; French: externe; Galician: externo; German: außen-, extern, äußerlich; Greek: εξωτερικός; Ancient Greek: ἐξωτερικός, ἐξώτερος; Hungarian: külső; Ido: extera; Irish: imeachtrach; Italian: esterno; Japanese: 外側の, 外部の; Latin: exter, externus; Manchu: ᡨᡠᠯᡝᡵᡤᡳ; Maori: a waho, o waho, mōwaho; Occitan: extèrne, extèrna; Persian: بیرونی‎, بیگانه‎; Pitcairn-Norfolk: ekstirnal; Polish: zewnętrzny; Portuguese: externo; Romanian: extern; Russian: внешний, наружный; Serbo-Croatian: èkstērnī, ìzvanjskī, vànjskī; Spanish: externo; Swedish: extern; Telugu: బహిర్గత; Ukrainian: зовнішній; Urdu: بیرونی‎