ὄρνις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ὄρνιθος Πιθανόν ἀπό τό [[ὄρνυμι]] (=σηκώνω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ὄρνις]]: [[ὀρνίθειος]], [[ὀρνιθεύω]] (=πιάνω πουλιά), [[ὀρνιθεία]] (=παρατήρηση πουλιῶν), [[ὀρνιθευτής]], [[ὀρνιθευτικός]], [[ὀρνιθευτική]] [[τέχνη]] (=ἡ [[τέχνη]] τῆς σύλληψης πουλιῶν), [[ὀρνιθίας]], [[ὀρνιθικός]], [[ὀρνίθιον]] (ὑποκορ.) καί τά σύνθ. [[ὀρνιθοσκόπος]], [[ὀρνιθοθήρας]].
|mantxt=ὄρνιθος Πιθανόν ἀπό τό [[ὄρνυμι]] (=[[σηκώνω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ [[ὄρνις]]: [[ὀρνίθειος]], [[ὀρνιθεύω]] (=πιάνω πουλιά), [[ὀρνιθεία]] (=παρατήρηση πουλιῶν), [[ὀρνιθευτής]], [[ὀρνιθευτικός]], [[ὀρνιθευτική]] [[τέχνη]] (=ἡ [[τέχνη]] τῆς σύλληψης πουλιῶν), [[ὀρνιθίας]], [[ὀρνιθικός]], [[ὀρνίθιον]] (ὑποκορ.) καί τά σύνθ. [[ὀρνιθοσκόπος]], [[ὀρνιθοθήρας]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes